Σε μια οικονομία σε κρίση, με τα νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια να έχουν χάσει υψηλό ποσοστό του εισοδήματός τους, το να σημειώνει η Fitch ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα αντικατοπτρίζει μια οικονομία που θα μπορούσε να έχει υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης θεωρείται έως και ειρωνικό. Την ίδια στιγμή, η Fitch σημειώνει πως η μείωση του αφορολογήτου αφήνει σημαντικό χώρο ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί μια μετριοπαθής δημοσιονομική πολιτική, στην οποία περιλαμβάνονται και μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η μη περικοπή των συντάξεων, γράφει ο Γιώργος Σακκάς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Σε μια οικονομία σε κρίση, με τα νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια να έχουν χάσει υψηλό ποσοστό του εισοδήματός τους, το να σημειώνει η Fitch ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα αντικατοπτρίζει μια οικονομία που θα μπορούσε να έχει υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης θεωρείται έως και ειρωνικό. Την ίδια στιγμή, η Fitch σημειώνει πως η μείωση του αφορολογήτου αφήνει σημαντικό χώρο ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί μια μετριοπαθής δημοσιονομική πολιτική, στην οποία περιλαμβάνονται και μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η μη περικοπή των συντάξεων.
Εύκολα θα συμπέραινε κανείς ότι η Fitch μιλά με ένα ύφος… αντικοινωνικό, αν και ο οίκος κατανοεί αφενός πως το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι ένας μέσος όρος που συμπεριλαμβάνει και τους πολίτες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, αφετέρου πως ο κάθε Έλληνας «χρωστά» σχεδόν το διπλάσιο του εισοδήματός του στους επίσημους πιστωτές της χώρας.
Γενικότερα πάντως η Fitch, ενώ αρχικά «λιβανίζει» τις καλές κινήσεις της κυβέρνησης, στη συνέχεια σημειώνει πως στο επίπεδο των παροχών κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι βιώσιμο μετά το 2020. Ίσως βέβαια να θέλει να υπονοήσει πως αυτή η πιο «φιλική» και μάλλον συγκυριακή κοινωνική πολιτική ήταν και η βασική αιτία να μην αναβαθμίσει τις προοπτικές της χώρας. Ίσως να μην ήθελε επίσης να είναι εκείνη που θα έχει και την πιο κοντινή σε επενδυτική βαθμίδα αξιολόγηση για τη χώρα.
Σχετικά με τις προοπτικές, επίσης, δεν φαίνεται και ιδιαίτερα αισιόδοξη. Ειδικότερα οι μακροπρόθεσμοι υπολογισμοί της βιωσιμότητας του γενικού δημόσιου χρέους βασίζονται σε υποθέσεις μέσου πλεονάσματος πρωτογενούς προϋπολογισμού 2% του ΑΕΠ κατά τo διάστημα 2018-2040, αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά μέσο όρο 1,4% κατά την ίδια περίοδο. Σύμφωνα με αυτές τις υποθέσεις, το δημόσιο χρέος μειώνεται σταθερά στο 124% του ΑΕΠ έως το 2030 και στο 111,4% το 2040 από 181,1% το 2018.
Κοινώς η Fitch δεν διαβλέπει σε καμία περίπτωση κάτι καλύτερο από αυτό που βίωσε η ελληνική οικονομία το 2018, δηλαδή πλεόνασμα στο 2,2% και αύξηση λίγο πάνω από 2%.
Σε μια τέτοια κατάσταση, το να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις είναι αδύνατο. Ποιος λοιπόν πλέον μπορεί να μιλά για ουσιαστικές εκδόσεις με χαμηλή απόδοση ομολόγων;