Ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Μολιέρος (Molière, Μολιέρ, πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν) -ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία- έχει σήμερα την τιμητική του, αφού η Google του αφιερώνει το σημερινό της doodle.
Ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Μολιέρος (Molière, Μολιέρ, πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν) -ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία- έχει σήμερα την τιμητική του, αφού η Google του αφιερώνει το σημερινό της doodle.
Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασικισμού.
Γεννημένος στο Παρίσι, στις 15 Ιανουαρίου 1622, ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής.
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες -είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή- άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην δυτική και στη νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Το 1658 άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 παρουσιάστηκε το έργο «Οι γελοίες κομψές κυρίες», το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν, το 1662, το θεατρικό έργο «Το σχολείο των γυναικών». Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την «Πριγκίπισσα της Ελίδας» (La Princesse d'Élide), τον «Γάμο με το στανιό», τους «Εκνευριστικούς» και τον «Ταρτούφο» (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.
Ο Μολιέρος έγραψε τον «Ταρτούφο» το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ' ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.
Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στους ευγενείς. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά.
Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.
Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε «Ο Απατεώνας». Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.
Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η «παλιά Αυλή» είχε αποδυναμωθεί τελείως και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία «Ταρτούφος ή ο απατεώνας»(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία.
Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του «Ταρτούφου», συνέγραψε τον «Δον Ζουάν», μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 εξέδωσε την κωμωδία «Ο Μισάνθρωπος» (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου, του πρωταγωνιστή του έργου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και τη θέληση του να μην ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.
Το 1668, μετά την δεύτερη απαγόρευση του «Ταρτούφου», ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του «Αμφιτρύωνας» (Amphitryon).
Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια της παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του, στις 17 Φεβρουαρίου 1673.
Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.