Έτσι όπως ένα-ένα προχωρούν τα μέτωπα/οι επιλογές οικονομικής πολιτικής -έφυγε από τη μέση η περικοπή των συντάξεων, περνούν σε τελική διαμόρφωση οι ρυθμίσεις του ιδιωτικού χρέους, είχαμε και την αύξηση του κατώτατου μισθού/κατάργηση του υποκατώτατου- προκύπτει ως κεντρικό αντικείμενο με το οποίο θα πορευθούμε προς τις εκλογές η αναζήτηση του αναπτυξιακού ρυθμού της ελληνικής οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Έτσι όπως ένα-ένα προχωρούν τα μέτωπα/οι επιλογές οικονομικής πολιτικής -έφυγε από τη μέση η περικοπή των συντάξεων, περνούν σε τελική διαμόρφωση οι ρυθμίσεις του ιδιωτικού χρέους, είχαμε και την αύξηση του κατώτατου μισθού/κατάργηση του υποκατώτατου- προκύπτει ως κεντρικό αντικείμενο με το οποίο θα πορευθούμε προς τις εκλογές η αναζήτηση του αναπτυξιακού ρυθμού της ελληνικής οικονομίας. Εδώ, αυτονόητα μπαίνουν στη μέση οι προϋποθέσεις που θέτει ή θεωρεί δεδομένες όποιος καταπιάνεται με την ανάπτυξη, το μίγμα πολιτικής αλλά και παράγοντες που πάνε παραπέρα όπως η παγίως επανερχόμενη προϋπόθεση ή αμφιβολία (εξαρτάται πού κάθεται ο παρατηρητής…) για την πολιτική σταθερότητα: τελευταία φορά την είδαμε να επισημαίνεται με μεγάλη άνεση στην παρουσίαση της μελέτης HIS Markit, την περασμένη εβδομάδα.
Επειδή αναφέρουμε τη μελέτη HIS Markit, μια ενδιάμεση παρατήρηση: προκειμένου να «δημιουργήσει» περιθώρια για επενδυτική επανεκκίνηση της οικονομίας, η μελέτη αυτή προκρίνει ένα σενάριο ριζικής αλλαγής μίγματος πολιτικής με μείωση του ΦΠΑ/μείωση φορολογίας επιχειρήσεων/μείωση του φόρου φυσικών προσώπων. Πλην όμως αναγνωρίζει ως αυτονόητο ότι δημιουργείται έτσι μείζον δημοσιονομικό κενό το οποίο (θεωρεί ότι) δεν θα μπορούσε να καλυφθεί πειστικά και να βάλει μπρος την ανάπτυξη, παρά μόνον αν γινόταν μια αντίστοιχα ριζική αλλαγή και στην κοινωνική ασφάλιση/στο συνταξιοδοτικό. Πώς; Με κάτι σαν το «σχέδιο Μάνου», δηλαδή τον περιορισμό των συντάξεων με θέσπιση ενιαίας σύνταξης 700 ευρώ (στα 67) από τον προϋπολογισμό, αλλά και παράλληλη κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών, τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζόμενων.
Μπορεί παρόμοιες προσεγγίσεις να ηχούν σαν Neverland/τη Χώρα του Ποτέ του J.M. Barrie, που αποκόπτει από τη δυσάρεστη πραγματικότητα, όμως έχει τουλάχιστον την ειλικρίνεια να δείχνει πόσο δύσκολο είναι κανείς να επιχειρεί (και όχι να επικαλείται) «αλλαγή μίγματος πολιτικής» προκειμένου να επιτευχθεί επενδυτική επανεκκίνηση. Και πάλιν, όμως, θα απαιτούνταν στοχευμένες άμεσες/ξένες επενδύσεις με εξασφαλισμένη ίδια χρηματοδότηση…
Αν, πάντως, την προσοχή των ελληνικών μίντια συγκράτησε από τη μελέτη HIS Markit πρόβλεψη για μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,7% το 2018-19 (για να επιβεβαιωθεί αυτό, θα σήμαινε αισθητή υποχώρηση το 2019 αφού το 2018 προσπέρασε με κάτι σαν 2%...) και μεσοπρόθεσμα 1,4% κατά μέσο όρο το 2020-30, και μάλιστα η ζωηρή/ζοφερή προβολή για επάνοδο στο ΑΕΠ 2007 μόλις το 2040, μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η διεξοδική αναζήτηση κλάδων δραστηριοποίησης με ανατρεπτική αναπτυξιακή υπόσχεση. Το να θεωρείς πως αγροτική παραγωγή και τουρισμός είναι ανεπαρκή για να φέρουν την οικονομία μακροπρόθεσμα μπροστά είναι ένα πράγμα, το να προσδοκάς διεκδίκηση διεθνούς παρουσίας στην αεροναυπηγική, τη ναυπηγική (και μάλιστα πολυτελείας) και τα μηχανήματα, για πρόσθετες ξένες επενδύσεις της τάξεως των 2 δισ./έτος, είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό!
Πάντως, επαναφέροντας τη συζήτηση από Neverland σε Mainland -για να μείνουμε σε περιβάλλον J.M. Barrie- βρίσκει κανείς την 3μηνιαία Έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία να αναφέρεται σε ανάπτυξη του 2018 «στην περιοχή του 2%». (Εδώ μια παρατήρηση: το ΙΟΒΕ στεκόταν σ’ αυτήν πρόβλεψη από πολύ νωρίς, ενώ από το ΥΠΟΙΚ μέχρι την Ε.Ε. προσδοκούσαν αισθητά υψηλότερες επιδόσεις.) Παρόμοιος ρυθμός ή «ελαφρώς υψηλότερος του 2018» αναμένεται για το 2019. Σημασία έχει όμως να δει κανείς πώς χτίζεται αυτή η αναπτυξιακή επίδοση. Για το 2018: άνοδος των εξαγωγών κατά 7,7%, χαλαρή συμβολή των επενδύσεων κατά 4,5%, αλλά κυρίως από αναπροσαρμογές στα αποθέματα κι όχι από σχηματισμό νέων παγίων. Από κει και πέρα, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο τέλος της χρονιάς (βελτίωση προσδοκιών, επιδόματα τέλους του έτους) ήρθε να αντισταθμίσει την περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης (-2% στο σύνολο του έτους, παρά την αναπήδηση το δ’ 3μηνο με τα αναδρομικά των ειδικών μισθολογίων).
Για το 2019, η προσδοκία είναι να ξεφύγουν προς τα εμπρός οι επενδύσεις, με κάτι σαν 10%-12%, αλλά και η ιδιωτική κατανάλωση να τρέξει με +1,4%. Αντίθετα, το διεθνές περιβάλλον επιδεινώνεται, οπότε οι εξαγωγές θεωρείται ότι θα συνεχίζουν μεν αυξητικά αλλά με ένα 5%-5,5%.
Στον -πάντα διαφωτιστικό- σχολιασμό και τη συζήτηση γύρω από τις προβλέψεις του ΙΟΒΕ, η εξασθένηση της μεγέθυνσης στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο περιβάλλον επισημάνθηκε ως πηγή πρόσθετων ανησυχιών για το 2019, ενώ στους επόμενους (προεκλογικούς κατ’ ανάγκην…) μήνες «δεν υπάρχει η πολυτέλεια, η οικονομική πολιτική να χάσει πολύτιμο χρόνο». Αυτό, συν η αυξανόμενη ανησυχία για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας από την επιδίκαση των αναδρομικών σε δημοσίους υπαλλήλους ή συνταξιούχους, έρχεται να συνδυαστεί με «στάση αναμονής από επενδυτές και επιχειρήσεις».Ποιος εκπλήσσεται;