Σημειώστε μια σύμπτωση: τις ώρες που «έτρεχε» η έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, κάποιος μη εμπλεκόμενος, αν και αρκετά κεντρικός στην κατάσταση πραγμάτων της σημερινής κυβέρνησης, ρωτούσε «γιατί όχι ακόμη 10ετές;» - προφανώς έχοντας ακούσει ότι αυτό θα αποτελούσε την ουσιαστική έξοδο στις αγορές, αυτό θα λειτουργούσε ως ελληνικό benchmark κ.λπ. Η απάντηση ήταν: «Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά θα γίνουν όλα», γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου A.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Σημειώστε μια σύμπτωση: τις ώρες που «έτρεχε» η έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, κάποιος μη εμπλεκόμενος, αν και αρκετά κεντρικός στην κατάσταση πραγμάτων της σημερινής κυβέρνησης, ρωτούσε «γιατί όχι ακόμη 10ετές;» - προφανώς έχοντας ακούσει ότι αυτό θα αποτελούσε την ουσιαστική έξοδο στις αγορές, αυτό θα λειτουργούσε ως ελληνικό benchmark κ.λπ. Η απάντηση ήταν: «Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά θα γίνουν όλα».
Περίπου αντίστροφη υπήρξε η λειτουργία στο μέτωπο της απόφασης για τη σχεδόν κατά 11% (θυμίζουμε: είχε συζητηθεί ψαλίδα 5%-10%) αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του βάρβαρου εκείνου «υποκατώτατου» (που ισοδυναμεί με αύξηση πάνω από 27%). Εκεί, στη διαδρομή είχε προταθεί μια κατανομή της αύξησης στον χρόνο - έστω και με αναγγελία υψηλότερου τελικού στόχου.
Προκρίθηκε όμως η μονομιάς αύξηση - και μάλιστα με επιλογή ενός στρογγυλού νούμερου, των 650 ευρώ, άσχετα αν το καθαρό ποσό στον δικαιούχο είναι σαφώς χαμηλότερο (κάτι σαν 546 ευρώ), άσχετα αν το τελικό πρόσθετο κόστος στον εργοδότη είναι πολύ μεγαλύτερο…
Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, δεν πάμε να αποφύγουμε μια τοποθέτηση επί της ουσίας. Πρώτα λοιπόν το 5ετές:
Περιμένοντας να δούμε πώς θα λειτουργήσει (και) αυτή η απόπειρα επαναπροσέγγισης των αγορών με το μικρό/λίγο-περισσότερο-από-δοκιμαστικό 5ετές ομόλογο που τελικά τόλμησε η κυβέρνηση (το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών στο 3,75%-3,875% και η τελική διαμόρφωση απόδοσης στο 3,6% με κουπόνι 3,45% ενδιαφέρει ασφαλώς, αλλά όχι καθοριστικά: το περσινό 7ετές είχε 3,5% απόδοση, ενώ είχε ελπιστεί κάτι πλησιέστερο στο 3% όταν ξεκινούσε η έκδοση), χρειάζεται να έχουμε μια λίγο πιο μακροπρόθεσμη προοπτική. Τι εννοούμε;
Ότι το καημένο εκείνο 7ετές, λίγες μέρες μετά την έκδοσή του βρέθηκε με απόδοση 4,2%! Μάλιστα, τότε, σε περιβάλλον Eurogroup, είχε εκφρασθεί δυσοίωνα ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, με αποτέλεσμα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να πει, διαφωνώντας, το μοναδικό: «Δεδομένης της κατάστασης στις αγορές, η έκδοση τα πήγε εξαιρετικά […]. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τον επικεφαλής της ΕΚΤ […]. Υπήρξαν διαφωνίες και στο παρελθόν, είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν και στο μέλλον».
Ενώ λοιπόν θα παρακολουθούμε τώρα τον αναπόδραστο καβγά για το κατά πόσον η έκδοση του τωρινού 5ετούς υπήρξε ή όχι επιτυχής, να μεταφέρουμε μια παρατήρηση από την εντελώς πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ (4/18) για την ελληνική οικονομία. Και για τις άλλες «χώρες μνημονίου», Ιρλανδία-Πορτογαλία-Κύπρο, χρειάστηκαν σχεδόν 3 χρόνια (Πορτογαλία 3,5 χρόνια) μέχρι να επανέλθουν σε investment grade/επενδυτική βαθμίδα. Τσαλαβουτάμε λοιπόν εμείς, τσαλαβουτούσαν κι εκείνοι.
Αν τώρα πάμε στην αύξηση του κατώτατου μισθού, σχετική απουσία αντιδράσεων: η αξιωματική αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκε μάλλον για την καθυστέρηση, από ΣΕΒ/ΣΕΤΕ η ανακοίνωση ξεκίνησε με «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατώτατος μισθός των εργαζόμενων πρέπει να βελτιωθεί» με εν συνεχεία μόνο αναφορά στις αντοχές της οικονομίας, την παραγωγικότητα, την αδήλωτη εργασία…
Όποιος τυχόν παραξενεύθηκε, πλην ξένων (π.χ. Γίρκι Κατάινεν), ας διαβάσει αρχές 2012 δηλαδή όταν το Μνημόνιο-1 ήδη φαινόταν ότι είχε εκτροχιασθεί και λειτουργούσαμε με Κυβέρνηση Παπαδήμου, την ακόλουθη προσέγγιση: «Σε μιαν οικονομία με αγκυλώσεις και δυσκαμψίες όπως η ελληνική, και με υπερβάλλουσα προσφορά στην αγορά προϊόντων και εργασίας, μια μείωση των μισθών οδηγεί σε άνοδο της ανεργίας και υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού περιορίζει τον κύριο καθοριστικό παράγοντα του επιπέδου παραγωγής: τη ζήτηση».
Άμα ξαναθυμηθεί κανείς τα πράγματα της εποχής, το ΙΟΒΕ ακόμη λειτουργούσε με σφραγίδα Γιάννη Στουρνάρα (αναλαμβάνει υπουργός Ανάπτυξης στην κυβέρνηση Πικραμμένου, πριν την κεντρική ευθύνη στο ΥΠΟΙΚ επί κυβέρνησης Σαμαρά/Βενιζέλου με βασική την ευθύνη διαπραγμάτευσης του Μνημονίου-2, που μας έκανε να μιλούμε για κυβέρνηση Σαμαρά/ Στουρνάρα).
Η θέση εκείνη, ως προς την σκοπιμότητα του να αποφεύγονται οι μειώσεις μισθών, βρέθηκε βαριά τραυματισμένη από την τροϊκανή επιβολή στη συνέχεια, και μάλιστα η δι’ υπουργικής αποφάσεως μείωση του βασικού μισθού (και καθιέρωση του υποκατώτατου) το 2013 υπό καθεστώς Μνημονίου-2 είναι θέση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον - επειδή προερχόταν από το ΙΟΒΕ. Για το οποίο, τότε ακριβώς, ο βετεράνος Τάκης Πολίτης, του οποίου παρουσιαζόταν το βιβλίο «Το ΙΟΒΕ και η ελληνική οικονομία», είχε πει: «Το ΙΟΒΕ δεν διστάζει σήμερα να περιλαμβάνει εκδοχές, για το περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, που μέχρι πριν δύο χρόνια ήταν αδιανόητες».
Βέβαια, ήδη, τότε ο Στουρνάρας άφηνε τη συζήτηση ανοιχτή σε μια λιγότερο κεϊνσιανή ανάγνωση, λέγοντας: «Αν δυο λέξεις θα συνόψιζαν το πιστεύω μας, αυτές είναι μεταρρύθμιση και εξωστρέφεια».
Ενώ ο Βασίλης Ράπανος, καφαβικότερα, παρατηρούσε: «Το ταξίδι για όλους συνεχίζεται».
Όντως συνεχίζεται.