Στρατηγική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η πρόκληση ακόμα μεγαλύτερης έντασης και η διατήρηση της ακραίας πόλωσης στο πολιτικό σκηνικό ως τις εκλογές. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν ότι μπορούν να διατηρήσουν ηθικό και ελπίδες για τα στελέχη, τη βάση και τους ψηφοφόρους τους, εν όψει των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων που έρχονται.
Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Στρατηγική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η πρόκληση ακόμα μεγαλύτερης έντασης και η διατήρηση της ακραίας πόλωσης στο πολιτικό σκηνικό ως τις εκλογές. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν ότι μπορούν να διατηρήσουν ηθικό και ελπίδες για τα στελέχη, τη βάση και τους ψηφοφόρους τους, εν όψει των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων που έρχονται.
Σε αυτό το πλαίσιο η επιθετικότητα, οι υψηλοί τόνοι, ο διχαστικός λόγος και οι συγκρίσεις με το παρελθόν, που τις περισσότερες φορές λειτουργούν διαστρεβλωτικά αλλά διαμορφώνουν κλίμα στην κοινή γνώμη, θα ενταθούν και η κυβέρνηση θα κινείται επιθετικά σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου διαλόγου, πλην του θέματος των Πρεσπών που έχουν αποφασίσει να κρατήσουν άμυνα, ως ότου φύγει από την επικαιρότητα.
Η υιοθέτηση της στρατηγικής αυτής είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο έμπειρα κομματικά στελέχη θεωρούν ότι ο κ. Τσίπρας έχει στο μυαλό του τις πρόωρες εκλογές και προσπαθεί να διαμορφώσει το τοπίο για αυτές, με το επιχείρημα ότι η πόλωση και η ένταση που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική μάχη, είναι δύσκολο να διατηρηθεί επί μήνες. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Τσίπρας έχει ήδη «σαλπίσει» επίθεση παντού, πλην του θέματος των Πρεσπών.
Επίθεση για την οικονομία, όπως φάνηκε από τη διαχείριση της αύξησης του κατώτατου μισθού και της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου, όπου κυριάρχησαν οι επιθέσεις κατά της αντιπολίτευσης και όχι η θετική επίπτωση αυτών των κινήσεων για τους πολίτες και την οικονομία.
Επίθεση για τη διαφθορά, ετοιμάζοντας νέο γύρο σκανδαλολογίας και νέα επεισόδια στην υπόθεση Novartis, με τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες να κάνουν λόγο για παραπομπή «κορυφαίου πολιτικού προσώπου» στον ανακριτή τις επόμενες ημέρες.
Επίθεση για τις προεκλογικές παροχές, τις προσλήψεις στο δημόσιο, την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, επίθεση ακόμα και για αποφάσεις όπως η χθεσινή μέσα στη Βουλή για την εξάμηνη παράταση που δίνει η κυβέρνηση στην υποχρέωση των καναλαρχών να πληρώσουν τη δεύτερη δόση για τις τηλεοπτικές άδειες.
Για παράδειγμα, στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, κυβερνητικά στελέχη δεν επικρατούν πανηγυρικοί τόνοι σε σχέση με την έκδοση του πενταετούς ομολόγου, όπως επικράτησαν στις δημόσιες τοποθετήσεις. Κάνουν λόγο για «πετυχημένο δοκιμαστικό» που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έξοδος στις αγορές. Λένε ότι σκοπός ήταν να γίνει «αναγνώριση εδάφους» για το πόσο μπορεί να δανειστεί και με τι επιτόκια το ελληνικό δημόσιο και παραπέμπουν στις επόμενες εκδόσεις εντός του 2019, όπου θα φανεί -όπως λένε- αν η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές, κάτι που προϋποθέτει ένα κανονικό πρόγραμμα εκδόσεων.
Συστάσεις σε Ζάεφ
Σε αυτό το σκηνικό, ο κ. Τσίπρας προτίθεται το επόμενο διάστημα να απευθύνει σύσταση στον κ. Ζάεφ να μη χρησιμοποιεί τον όρο «Μακεδονία», διότι αντιλαμβάνεται ότι αυτή η τακτική από τον πρωθυπουργό της «Βόρειας Μακεδονίας» επιβεβαιώνει την κριτική της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, εναντίον της συμφωνίας.
Η αμηχανία και η δυσαρέσκεια στην κυβέρνηση, έχουν ήδη εντοπιστεί από την επομένη της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή και η προσπάθεια διαχείρισης των δηλώσεων Ζάεφ με τον ισχυρισμό ότι λέει μία κουβέντα παραπάνω λόγω των προεδρικών εκλογών που έπονται στη γειτονική χώρα (όπως εκφράστηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο και τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλο) ή έχει ακόμα δικαίωμα να αποκαλεί τη χώρα του «Μακεδονία» μέχρι να κυρωθεί από την ελληνική Βουλή και το πρωτόκολλο του ΝΑΤΟ, αποδεικνύεται ανεπαρκής.