Απόψεις
Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 2019 07:00

Από τη Ζυρίχη στις Πρέσπες

Τέτοιες ημέρες, πάνω-κάτω, ακριβώς πριν από 60 χρόνια, υπογράφηκαν στη Ζυρίχη (11/2/1959) και το Λονδίνο (19/2/1959) οι φερώνυμες Συνθήκες με τις οποίες η Κύπρος κατέστη «ανεξάρτητο κράτος». Ήταν η κατάληξη του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955, με αίτημα όχι μόνο την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας, αλλά και την «Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου για ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, που την περίοδο 1955-1959 διαδηλώνοντας διαρκώς είχε ταυτίσει την επίλυση του Κυπριακού με την «Ένωση», δεν ήταν παρά μια μεγάλη απογοήτευση, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Τέτοιες ημέρες, πάνω-κάτω, ακριβώς πριν από 60 χρόνια, υπογράφηκαν στη Ζυρίχη (11/2/1959) και το Λονδίνο (19/2/1959) οι φερώνυμες Συνθήκες με τις οποίες η Κύπρος κατέστη «ανεξάρτητο κράτος». Ήταν η κατάληξη του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955, με αίτημα όχι μόνο την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας, αλλά και την «Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου για ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, που την περίοδο 1955-1959 διαδηλώνοντας διαρκώς είχε ταυτίσει την επίλυση του Κυπριακού με την «Ένωση», δεν ήταν παρά μια μεγάλη απογοήτευση.

Ωστόσο, την 1η Μαρτίου, όταν ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο έτυχε αποθεωτικής υποδοχής από εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους, για τους οποίους οι Συνθήκες ήταν ένα σπουδαίο βήμα προς την ικανοποίηση των πόθων τους. Από το μεγάλο πλήθος, όμως, διέφευγε μια πάγια αρχή των διεθνών σχέσεων: Κάθε Συμφωνία, κάθε Συνθήκη κρίνεται από τα αποτελέσματα που παράγει στη διάρκεια του χρόνου. Και στην περίπτωση της Κύπρου χρειάστηκαν μόλις τρία χρόνια για να διαπιστωθεί ότι οι Συνθήκες οδήγησαν σε μια κολοβή ανεξαρτησία, σε ένα κράτος ελάχιστα λειτουργικό και αποτελεσματικό, τροφοδότησαν μια διαρκή αντιπαράθεση στο εσωτερικό του νησιού, συντήρησαν την αντιπαράθεση μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και εντέλει, σε συνδυασμό με την προδοτική αφροσύνη, έφεραν τον Αττίλα στα κυπριακά εδάφη.

Ακριβώς στο πεδίο των αποτελεσμάτων θα κριθεί και η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία κύρωσε χθες, με οριακή πλειοψηφία, η Βουλή των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι παράλληλοι μονόλογοι στερεοτυπικών επιχειρημάτων κατά την συζήτηση στην Ολομέλεια όχι μόνο δεν βοήθησαν στην καλύτερη κατανόηση των κινήτρων όλων των πολιτικών δυνάμεων, που τάχθηκαν υπέρ ή κατά, αλλά διατηρούν αμείωτο το συναισθηματικό φορτίο που η μακρά διάρκεια του προβλήματος επισώρευσε στη συνείδηση των πολιτών.

Η κατάληξη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας αφήνει πίσω της ένα πολιτικό σύστημα σε νευρική κρίση -κόμματα αποσυντίθενται σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση, πολιτικοί αρχηγοί βιώνουν την έσχατη ταπείνωση της εν Ολομελεία ακύρωσής τους, βουλευτές επικαλούμενοι τη συνείδησή τους μετακινούνται με χαρακτηριστική άνεση προς όλα τα μήκη και πλάτη της πολιτικής γεωγραφίας- και έναν λαό σε αναβρασμό. Δεν είναι και η καλύτερη παρακαταθήκη για έναν ομαλό πολιτικό βίο και για εξελίξεις συμβατές κι αντίστοιχες με τις μείζονες προκλήσεις της συγκυρίας. Πλέον, σε αυτή τη φάση, ό,τι ήταν να ειπωθεί για το «Μακεδονικό» έχει λεχθεί, κυρίως εκτός της Βουλής όπου τα επιχειρήματα ήταν σοβαρότερα. Στα επόμενα χρόνια θα φανεί αν έχουν δίκαιο όσοι επιμένουν να υποστηρίζουν ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι μια άσκηση γλυκανάλατης ηθικολογίας.