Η αρχική ΕΟΚ γεννήθηκε με βάση έναν οικονομικό φιλελευθερισμό που πίστευε πως αρκούν η ενιαία αγορά και οι οικονομίες κλίμακος που αυτή θα έφερνε, η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις για να αναπτυχθούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
[email protected]
Η αρχική ΕΟΚ γεννήθηκε με βάση έναν οικονομικό φιλελευθερισμό που πίστευε πως αρκούν η ενιαία αγορά και οι οικονομίες κλίμακος που αυτή θα έφερνε, η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις για να αναπτυχθούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, όσο ακόμα ίσχυαν κάποιοι περιορισμοί στις διεθνείς μετακινήσεις κεφαλαίων και υπήρχαν συναλλαγματικοί κίνδυνοι λόγω της ύπαρξης πολλών εθνικών νομισμάτων, αυτή η φιλοσοφία λίγο-πολύ λειτούργησε. Όμως από τη δεκαετία του 1990, οπότε και η παγκοσμιοποίηση άρχισε να σαρώνει όλο τον πλανήτη (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) και η Κίνα άρχισε να αναδύεται ως οικονομική δύναμη, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι εισροές και εκροές επενδυτικών κεφαλαίων στην Ευρώπη απελευθερώθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά, τη στιγμή που η Κίνα γινόταν αποδεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 χωρίς να πάψει ουσιαστικά να προστατεύει τις δημόσιες προμήθειές της απ’ τον διεθνή ανταγωνισμό και να επιδοτεί μαζικά αυτές που το σύγχρονο Μανδαρινάτο θεωρεί ως στρατηγικής σημασίας εξαγωγικές βιομηχανίες. Από το 2017 και έπειτα, η πάλαι ποτέ υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου Αμερική έκανε μια απότομη στροφή στον προστατευτισμό υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, μη διστάζοντας να βάλει μονομερώς δασμούς σε βιομηχανικά προϊόντα προερχόμενα ακόμα και από συμμαχικές χώρες.
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι ότι η διεθνής οικονομία σήμερα μοιάζει ολότελα διαφορετική από αυτήν του 1957, έτος εκκίνησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκοί κανόνες που διέπουν τον ανταγωνισμό και τη βιομηχανική πολιτική δεν έχουν αλλάξει αισθητά από εκείνη την εποχή. Έτσι καταλήξαμε στο παράδοξο να απαγορεύονται, για παράδειγμα, συγχωνεύσεις ευρωπαϊκών βιομηχανιών προκειμένου να μη μειωθεί το επίπεδο του ανταγωνισμού στην Ενιαία Αγορά, τη στιγμή που οι κινεζικές και ρωσικές επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να συσσωρεύσουν όσο κεφάλαιο επιθυμούν με πολιτική στήριξη της καθεστηκυίας τάξης τους, να κάνουν τεράστιες οικονομίες κλίμακος μειώνοντας έτσι τα λειτουργικά τους κόστη, και να διεισδύουν ολοένα και περισσότερο στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω εξαγορών ιδιωτικών εταιρειών και ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πιστή στο μάντρα του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού μεταξύ μεσαίων ως επί το πλείστον επιχειρήσεων, δεν επέτρεπε παρά μόνο κατ’ εξαίρεση την κρατική ενίσχυση βιομηχανικών τομέων και τη δημιουργία, μέσω συγχωνεύσεων, ευρωπαϊκών «βιομηχανικών πρωταθλητών».
Η Ευρώπη πήγαινε με τον σταυρό του οικονομικού φιλελευθερισμού στο χέρι, τη στιγμή που οι διεθνείς της ανταγωνιστές -πρωτίστως δε οι Κινέζοι- επωφελούνταν από τη σχετική αδυναμία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, καθώς επιδοτούσαν μαζικά και ενίσχυαν προστατευτικά τους οικονομικούς τομείς στρατηγικής σημασίας. Τελευταίο παράδειγμα αυτού του αφελούς φιλελευθερισμού είναι η παρεμπόδιση από την Επιτροπή της συγχώνευσης των εταιρειών Alstom και Siemens για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού πρωταθλητή ικανού να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις το κινεζικό master plan, γνωστό με την κωδική ονομασία «Νέος Δρόμος του Μεταξιού», το οποίο περιλαμβάνει γιγαντιαίες επενδύσεις και έλεγχο των υποδομών σιδηροδρόμων και logistics στις χώρες διέλευσης και προορισμού των κινεζικών εξαγωγικών εμπορευμάτων. Απ’ την άλλη μεριά, με την ωμή απειλή οικονομικών κυρώσεων κατά των εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε αναδυόμενες οικονομίες, όπως π.χ. στο Ιράν και ενδεχομένως μελλοντικά και στην Κίνα, η κυβέρνηση Τραμπ κλείνει με αυτοκρατορικό τρόπο διεθνείς αγορές εις βάρος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Η τελευταία εξέλιξη σ’ αυτό το μέτωπο χρονολογείται από τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε και δεκαοκτώ κυβερνήσεις, με επιστολή τους προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζήτησαν την επικαιροποίηση -ουσιαστικά την χαλάρωση- της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της Ε.Ε. προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάδυση ευρωπαϊκών βιομηχανικών πρωταθλητών που να στέκονται στον σκληρότατο ανταγωνισμό έναντι των κινεζικών ή των αμερικανικών επιχειρήσεων. Στο κείμενό τους, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας (η πρωτοβουλία είναι της κυβέρνησης Μακρόν), της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Εσθονίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Κροατίας, τα Λετονίας, του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Ολλανδίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Φινλανδίας ανακοινώνουν ότι θα καταθέσουν προτάσεις στην επόμενη Επιτροπή, η οποία θα προκύψει μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου, προκειμένου να «εντοπιστούν οι πιθανές αλλαγές των αντιμονοπωλιακών κανόνων για να λαμβάνονται καλύτερα υπ’ όψιν οι διεθνείς αγορές και ο διεθνής ανταγωνισμός στη νομική ανάλυση των συγχωνεύσεων». Ο βιομηχανικός βολονταρισμός δείχνει να επιστρέφει στη γηραιά ήπειρο, με τη μορφή μιας συνεκτικής και ενεργούς βιομηχανικής στρατηγικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία όμως θα καταρτίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συγκεκριμένες ανάγκες των ευρωπαϊκών περιφερειών και των ίδιων των βιομηχανιών.
Σύμφωνα με αυτό το σημαντικό πολιτικό κείμενο, στις προτάσεις αυτές θα δίνεται προτεραιότητα στους βιομηχανικούς τομείς που «είναι πιο άμεσα συνδεδεμένοι με την αύξηση της παραγωγικότητας, την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της τεχνολογικής ανάπτυξης», ενώ για τον κάθε έναν στρατηγικό τομέα βιομηχανίας θα καταρτίζεται ένα σχέδιο δράσης, το οποίο θα περιλαμβάνει δείκτες για την ποσοτική καταμέτρηση της προόδου στους διάφορους στόχους πολιτικής και, βεβαίως, θα υποστηρίζεται από χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε. Ιδού λοιπόν ακόμα ένα σημαντικό διακύβευμα των επόμενων ευρωεκλογών, το οποίο ουδόλως απασχολεί τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, στραμμένος έτσι όπως είναι σε θέματα εσωτερικής κατανάλωσης που πριμοδοτούν τον ανελέητο κομματικό ανταγωνισμό και τον διχασμό, αντί να στρέφεται στο μέλλον.