Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ είναι πολύ περισσότερο στενές από όσο κανείς θα ανέμενε από το πολιτικά αρνητικά φορτισμένο κλίμα.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Λευτέρη Τσουλφίδη*
Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ είναι πολύ περισσότερο στενές από όσο κανείς θα ανέμενε από το πολιτικά αρνητικά φορτισμένο κλίμα. Οι πιο γνωστές μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις (πετρελαιοχημικές, τραπεζικές, κατασκευαστικές, τροφίμων κ.ά.) δραστηριοποιούνται στη γείτονα χώρα, ενδεικτικά αναφέρω τα Ελληνικά Πετρέλαια, η τρίτη μεγαλύτερη επιχείρηση που μέσω της θυγατρικής της ΟΚΤΑ εξαγόρασε το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου.
Η ΔΕΗ, η οποία εσχάτως εξαγόρασε την EDS και μέσω αυτής δραστηριοποιείται σε Βουλγαρία και Σερβία. Ο TITAN, η τρίτη σε μέγεθος ελληνικών συμφερόντων επιχείρηση, θυγατρική της οποίας είναι USJE, που πέρα από την παραγωγή τσιμέντου δραστηριοποιείται και στην εξόρυξη συναφών προϊόντων. Η ΣΙΔΕΝΟΡ, καθώς και ελληνικές εταιρείες μαρμάρου έχουν δικαιώματα εξόρυξης. Η ελληνικών συμφερόντων Coca Cola δραστηριοποιείται στα τρόφιμα-ποτά μέσω της θυγατρικής της Pivar. Η Elbisco μέσω της θυγατρικής της Zito Luks και ο VERO(POULOS) με 11 τουλάχιστον καταστήματα.
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας στον επιχειρηματικό κόσμο της περίκλειστης αλλά συγκοινωνιακού κόμβου χώρας, στον χρηματοπιστωτικό της τομέα δεσπόζει η ΕΤΕ, που μέσω της θυγατρικής της STORANKA BANKA έχει πλήθος καταστημάτων, ενώ στις επικοινωνίες είναι η Cosmofon. Φυσικά, στην περιήγησή μας δεν λείπουν οι κατασκευαστικές, ο ΑΚΤΩΡ ήδη δραστηριοποιείται στην πΓΔΜ, με πιθανούς στόχους την Παραεγνατία οδό και διάφορες οδικές αρτηρίες με συγχρηματοδότηση από την Ε.Ε. Οι ανωτέρω ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις μαζί με περισσότερες από 200 άλλες μικρότερες συμβάλλουν στη δημιουργία εισοδήματος δισεκατομμυρίων ευρώ και αρκετών δεκάδων χιλιάδων θέσεων απασχόλησης.
Η Ελλάδα είναι ο τέταρτος εμπορικός εταίρος της πΓΔΜ, με εξαγωγές σχεδόν τριπλάσιες των εισαγωγών, με ΑΕΠ 17 με 18 φορές μεγαλύτερο και με πενταπλάσιο πληθυσμό, τουλάχιστον. Οι τεράστιες αυτές διαφορές μεγέθους δεν μπορούν, όμως, να κρύψουν μία θλιβερή ομοιότητα, την αυξημένη ανεργία, η οποία αν και μειώθηκε αισθητά τα πρόσφατα χρόνια, εντούτοις στην πΓΔΜ παραμένει στο υπερβολικό 21,3% (ήταν 32% το 2012), ενώ στην Ελλάδα είναι στο 19% από το 27% του 2015.
Η στενή οικονομική σχέση των δύο χωρών εκδηλώνεται στα ενεργειακά. Η πΓΔΜ εξαρτάται από εισαγωγές φυσικού αερίου, πετρελαίου και ηλεκτρισμού. Η εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας διαρκώς μειώνεται, λόγω εξάντλησης του λιγνίτη, επί του οποίου κυρίως βασίζεται. Τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια υπολειτουργούν συνεπεία έλλειψης συντήρησης, η ηλιακή και αιολική ενέργεια είναι ακόμη σε νηπιακή κατάσταση και δεδομένο είναι το ενδιαφέρον της κυβέρνησης καθώς αποτελούν πεδίο μελλοντικής επενδυτικής δραστηριότητας. Όσον αφορά το φυσικό αέριο εισάγεται από τη Ρωσία μέσω αγωγού που διέρχεται από τη Βουλγαρία, ενώ διαθέτει έναν μόνο αγωγό πετρελαίου, που συνδέει το διυλιστήριο της ΟΚΤΑ (ΕΛΠΕ) με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Οι αναμφίβολα στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών προέκυψαν, μεταξύ άλλων, από τη γειτνίαση, το χαμηλό εργατικό κόστος και φορολογία, χαρακτηριστικά που κατέστησαν την πΓΔΜ επενδυτικό παράδεισο ή έστω ασφαλές καταφύγιο για πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες απέδρασαν από την κόλαση της κρίσης και των μνημονίων. Τα ανωτέρω δεν υπονοούν ότι η πΓΔΜ είναι το νέο επενδυτικό Ελντοράντο, κάθε άλλο, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και ενίοτε το έλλειμμα ισχυρών θεσμών αφήνει περιθώρια αυθαιρεσιών, ενώ το αρνητικό πολιτικό κλίμα που συντηρείται εκατέρωθεν από ακραίους εθνικιστικούς κύκλους δεν αφήνει περιθώρια παρέμβασης.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι δύο οικονομίες λειτουργούν συμπληρωματικά και ότι η αναμενόμενη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας αναδεικνύει τη Θεσσαλονίκη σε οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ενώ η Χαλκιδική και η Κατερίνη παραμένουν ελκυστικοί τουριστικοί προορισμοί.
Εκτιμάται ότι οι ετήσιες αφίξεις από την πΓΔΜ ανέρχονται σε 1,4 εκατομμύριο, με έσοδα της τάξης των 800 εκατ. ευρώ. Οι διεργασίες αυτές δεν μπορεί πάρα να επιταχύνουν την υλοποίηση των ήδη σχεδιασμένων (ανειλημμένων) μεγάλων έργων υποδομής, όπως π.χ. η σιδηροδρομική σύνδεση Ελλάδας-πΓΔΜ-Σερβίας (κρατικοί σιδηρόδρομοι πΓΔΜ, ΤΡΕΝΟΣΕ, Λιμένας Θεσσαλονίκης), η νέα οδική αρτηρία στην περιοχή των Πρεσπών και τέλος η σύνδεση με αγωγούς πετρελαίου και αερίου που σημειωτέον αποτελεί σημείο τριβής μεγάλων διεθνών ανταγωνιστικών συμφερόντων.
Όλα τα ανωτέρω μαζί και συνδυασμένα αναμένεται να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και να συμβάλουν στην ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομής και έτσι να συμβάλουν στην επίλυση του μεγαλύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες, δηλαδή τη μεγάλη ανεργία, ιδίως αυτής των νέων, που τους ωθεί στη μετανάστευση, με επακόλουθο τη γήρανση αλλά και τη μείωση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι δύο οικονομίες να κινδυνεύουν να παγιδευτούν σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικής καχεξίας.
Η λέξη «Μακεδονία» ενοχλεί, ωστόσο θα πρέπει να το ξεπεράσουμε, διαφορετικά έχουμε πολλά να χάσουμε και μόνο απομόνωση και αντιπαλότητες να αντιμετωπίσουμε. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιοχή αυξάνονται, οι ανταγωνισμοί οξύνονται και αν δεν επανεξετάσουμε τη θέση μας με ρεαλισμό, τα δικά μας συμφέροντα θα πληγούν. Επομένως, το διακύβευμα δεν είναι στο όνομα -πΓΔΜ ή Μακεδονία έναντι του προτεινόμενου Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας (ΔτΒΜ)- αλλά η οικονομία.
* Ο Λευτέρης Τσουλφίδης είναι καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.