Απόψεις
Δευτέρα, 21 Ιανουαρίου 2019 07:00

Μακεδονία και σκοπιμότητες

Ένα από τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης ήταν η άρρητη συμφωνία των κομμάτων του «επάρατου δικομματισμού» να μη χρησιμοποιούνται -«εργαλειοποίηση» είναι όρος του συρμού τώρα- τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής προκειμένου να παραχθούν πολιτικά αποτελέσματα στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο. 

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Ένα από τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης ήταν η άρρητη συμφωνία των κομμάτων του «επάρατου δικομματισμού» να μη χρησιμοποιούνται -«εργαλειοποίηση» είναι όρος του συρμού τώρα- τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής προκειμένου να παραχθούν πολιτικά αποτελέσματα στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο. Η συμφωνία αυτή τηρήθηκε ευλαβικά ακόμη και σε περιόδους οξείας πόλωσης, ενώ κι ο Αντώνης Σαμαράς, όταν διαφώνησε με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη για τους χειρισμούς στο Μακεδονικό, παραιτήθηκε και από βουλευτής τον Οκτώβριο του 1992, για να ακολουθήσει η πτώση της κυβέρνησης της Ν.Δ. έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα.

Ασφαλώς, στα χρόνια αυτά παρατηρήθηκε και συνέβη, π.χ. το 1977, να επισπευσθούν οι εκλογές με την επίκληση της ανάγκης «να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας», όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα, άρθρο 41, παρ. 2, αλλά έως εκεί.

Τώρα, και με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών, η κυβέρνηση που διαπραγματεύθηκε εν κρυπτώ και παραβύστω ένα τρέχον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής -πλην όμως μεγάλης συναισθηματικής αξίας και σημασίας για τους πολίτες- δεν κρύβει πως είχε διπλή σκόπευση. Να εμφανισθεί ως η κυβέρνηση που δεν διστάζει να κόψει τον γόρδιο δεσμό πολυκαιρισμένων προβλημάτων, με διεθνές αντίκτυπο, αλλά και να επιβάλει την αναδιαμόρφωση-αναδιάταξη του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, διευρύνοντας το imperium του κυβερνώντος κόμματος. Ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Πρόεδρος της Βουλής -επιφανές στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ- Νίκος Βούτσης προεξοφλούσε ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών «θα έχουμε ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού».

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η παραδοχή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, από το βήμα της Βουλής, κατά τη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης, ότι «έχει επισυμβεί μια πάρα πολύ σημαντική τομή στην πολιτική ζωή του τόπου και αναδιατάσσεται το πολιτικό σύστημα. Βρέθηκε ως καταλύτης η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά υπάρχει μια αναδιάταξη στο πολιτικό σύστημα». Ποτέ πριν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί η εξωτερική πολιτική ως εμβρυουλκό προκειμένου να μεταβληθεί η εσωτερική πολιτική γεωγραφία και να εγκαθιδρυθεί ένας νέος «βολικός δικομματισμός». Καμιά κυβέρνηση ως τώρα δεν διανοήθηκε να ευτελίσει, μέσω της εργαλειοποίησής τους, ζητήματα ύπαρξης της χώρας, όπως είναι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, προκειμένου να ικανοποιήσει ιδιοτελείς πολιτικούς στόχους.

Η τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν το 1915, όταν ο Κωνσταντίνος, δρώντας ως κομματάρχης, αμφισβήτησε το δικαίωμα της νόμιμης κυβέρνησης Βενιζέλου να ορίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Οι συνέπειες εκείνου του αποκαλούμενου Εθνικού Διχασμού είναι ακόμη και σήμερα ορατές, καθώς έναν αιώνα μετά οποιαδήποτε απόπειρα ψύχραιμης εκτίμησης εκείνης της περιόδου πυροδοτεί παθιασμένες αντιδράσεις εκατέρωθεν. Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα καθιστούν επίκαιρη την οργισμένη απόγνωση που ως ερώτημα διατύπωσε κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Ποιοι κυβερνούν αυτόν τον τόπο;»…