Η σύγκριση της ελληνικής οικονομίας με τις τρεις άλλες οικονομίες που γνώρισαν την κρίση χρέους και τη λιτότητα (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος) είναι απογοητευτική. Η ελληνική οικονομία υπέστη τη μεγαλύτερη συρρίκνωση κατά την κρίση (2008-13), αλλά συνεχίζει να βρίσκεται σε τροχιά «χαμηλής πτήσης» και κατά την έξοδο από αυτή.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αριστομένη Βαρουδάκη*
Η σύγκριση της ελληνικής οικονομίας με τις τρεις άλλες οικονομίες που γνώρισαν την κρίση χρέους και τη λιτότητα (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος) είναι απογοητευτική. Η ελληνική οικονομία υπέστη τη μεγαλύτερη συρρίκνωση κατά την κρίση (2008-13), αλλά συνεχίζει να βρίσκεται σε τροχιά «χαμηλής πτήσης» και κατά την έξοδο από αυτή. Η ανάπτυξη ήταν, κατά μέσο όρο, κάτω από 0,5% ετησίως το 2014-18, έναντι άνω του 2% των άλλων τριών χωρών. Το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων αναστέλλει τη δυναμική επανεκκίνηση της οικονομίας. Οι επενδύσεις λιμνάζουν γύρω στο 10%-11% του ΑΕΠ, έναντι 17%-18% στην Πορτογαλία και την Κύπρο και 30% στην Ιρλανδία. Χωρίς μια θεαματική αύξηση των επενδύσεων η ταχεία ανάπτυξη είναι πρακτικά αδύνατη, καθώς η πριν την κρίση εποχή των χαμηλών επιτοκίων και της υπερχρέωσης έχει παρέλθει οριστικά.
Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι ο βασικός μοχλός των επενδύσεων και έχει δύο όψεις: την ανταγωνιστικότητα κόστους και τη δομική ανταγωνιστικότητα. Η πρώτη εξαρτάται κυρίως από το κόστος εργασίας, ενώ η δεύτερη προσδιορίζεται από τους θεσμικούς και δομικούς παράγοντες που επιδρούν στη λειτουργία των επιχειρήσεων: οι διοικητικές ρυθμίσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ο ανταγωνισμός, η ποιότητα του εργατικού δυναμικού και των υποδομών, η σταθερότητα της οικονομίας, η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ικανότητα καινοτομίας.
Η ελληνική οικονομία βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα κόστους με την εσωτερική υποτίμηση στα χρόνια της κρίσης. Ωστόσο, περαιτέρω βελτίωση δεν μπορεί να βασίζεται στη μείωση των μισθών καθώς αυτό θα συρρικνώσει επιπλέον τα εισοδήματα και την εσωτερική ζήτηση. Η βελτίωση της δομικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι το κλειδί για την αύξηση των επενδύσεων και την ανάπτυξη.
Εδώ δυστυχώς τα νέα δεν είναι καλά. Στις διάφορες διεθνείς κατατάξεις σχετικά με την ανταγωνιστικότητα και την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δεν κερδίζει έδαφος, αλλά υποχωρεί σε σχέση με άλλες χώρες!
Στην κατάταξη που δημοσιεύει το World Economic Forum στο ετήσιο Global Competitiveness Report, η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σε περίοπτη θέση και έχανε συνεχώς έδαφος από το 2004 ως την κρίση. Είχε όμως κερδίσει περίπου 20 θέσεις με τις μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, από το 2012 μέχρι το 2014. Όμως η βελτίωση όχι μόνο δεν συνεχίστηκε, αλλά η κατάταξη πρόσφατα χειροτέρευσε. Το 2018 η Ελλάδα ήταν 57η, από 53η το 2017. Σε αντιδιαστολή, η Κύπρος ήταν 44η, η Πορτογαλία 34η και η Ιρλανδία 23η. Τομείς που επιβαρύνουν την ελληνική ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με τους δείκτες, είναι οι αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η μακροοικονομική αβεβαιότητα που τροφοδοτείται από το υψηλό χρέος, το αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι δυσλειτουργίες που παραμένουν στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, και η αδυναμία αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού που συνεχίζει να μεταναστεύει.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η άλλη μεγάλη διεθνής έρευνα, που αφορά την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την οποία διενεργεί σε ετήσια βάση η Παγκόσμια Τράπεζα (Cost of Doing Business). Η Ελλάδα ήταν 72η το 2018 στη διεθνή κατάταξη, ενώ η Κύπρος ήταν 57η, η Πορτογαλία 34η και η Ιρλανδία 23η. Το πιο ανησυχητικό σημείο είναι ότι κι εδώ η Ελλάδα έχασε πρόσφατα έδαφος. Ενώ βελτίωσε θεαματικά την κατάταξή της από την 110η θέση το 2010 στην 60ή το 2015, στη συνέχεια υποχώρησε κατά 12 θέσεις. Οι έρευνες που διενεργεί το World Economic Forum δείχνουν ότι ένας σημαντικός παράγοντας της χειροτέρευσης του επιχειρηματικού κλίματος είναι η υψηλή φορολογία. Θεωρείται το σπουδαιότερο εμπόδιο στην επιχειρηματική δραστηριότητα στην έρευνα που διενεργήθηκε το 2017-18, ενώ σε προηγούμενες έρευνες είχε πολύ μικρότερη σημασία. Τα ευρήματα των ερευνών φαίνεται ότι είναι βάσιμα δεδομένων των δεικτών φορολογικών βαρών. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής του εταιρικού εισοδήματος (implicit corporate income tax rate) στην Ελλάδα έχει εκτιμηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο 22,3% για το 2016 και ήταν ο πέμπτος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ είχε μειωθεί δραστικά το 2012-13, αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες στη συνέχεια.
Αλλά και η φορολογία της εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλή. Ο συνολικός συντελεστής φορολογίας του εισοδήματος της εργασίας, στο 41% το 2016, είναι ο έκτος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φορολογία της ενέργειας απέδιδε 3% του ΑΕΠ το 2016, το τρίτο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη. Η δε φορολογία της ακίνητης περιουσίας απέδιδε 3,2% του ΑΕΠ, η τέταρτη υψηλότερη απόδοση στην Ευρώπη.
Συμπερασματικά, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται ως επί το πλείστον σε εγγενείς παράγοντες που δεν έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, όπως οι αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου του επιχειρείν, η μακροοικονομική αβεβαιότητα λόγω του υψηλού χρέους, και οι αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όμως η χειροτέρευση της ανταγωνιστικής θέσης της οικονομίας αντανακλά σε σημαντικό βαθμό τη θεαματική επιβάρυνση της φορολογίας μέσω του τρίτου μνημονίου. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί σταθερή τροχιά στις μεταρρυθμίσεις μακράς πνοής για την εξάλειψη των παραπάνω εγγενών δομικών αδυναμιών. Χρειάζεται, όμως, και ένα είδος «θεραπείας σοκ», με σημαντικές μειώσεις της φορολογίας των επιχειρήσεων και των φόρων που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής. Απαραίτητη είναι ταυτόχρονα η δραστική απλοποίηση των διοικητικών ρυθμίσεων που εγκλωβίζουν το επιχειρείν. Μόνο έτσι θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο του διεθνούς ανταγωνισμού και των επενδύσεων.
* Ο κ. Αριστομένης Βαρουδάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ.