Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε., «λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε., «λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής. Ο υποψήφιος αυτός εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν». Αυτή η διάταξη προδιαγράφει μια αρχή αντίστοιχη της «αρχής της δεδηλωμένης», χωρίς όμως την αυστηρή διασύνδεση μεταξύ της εκλογικής νίκης και του διορισμού του αρχηγού του πλειοψηφούντος κόμματος ως ηγέτη της κυβέρνησης. Πράγματι, στο πολιτικό σύστημα της Ε.Ε. ναι μεν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή οι αρχηγοί κυβερνήσεων των 27 κρατών-μελών, προτείνει προς ψήφο εμπιστοσύνης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, όμως δεν υπάρχει αυτόματος ιμάντας μεταβίβασης μεταξύ του εκλογικού αποτελέσματος και της τελικής εκλογής ενός προσώπου ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας της Ε.Ε., ήτοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το άτυπο σύστημα των Spitzenkandidaten (κορυφαίων υποψηφίων), το οποίο ίσχυσε για πρώτη φορά στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2014 και ανέδειξε πρόεδρο της Επιτροπής τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, βασίζεται στη δημοκρατική αρχή: επιβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για εκλογή τον επίσημο υποψήφιο του πλειοψηφούντος ευρωπαϊκού κόμματος μετά τις ευρωεκλογές.
Κατόπιν, αυτός ο υποψήφιος πρόεδρος αναζητεί πολιτικές συμμαχίες για να συμπήξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αρχικά, τα φιλοευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα τάχθηκαν ενθουσιωδώς υπέρ του συστήματος των Spitzenkandidaten, ως ένα βήμα προς τον εκδημοκρατισμό του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, τόσο οι ευρωκεπτικιστικές / εθνικιστικές δυνάμεις όσο και ισχυροί εθνικοί ηγέτες, όπως η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, Merkel υπήρξαν εξαρχής αρνητικοί, καθώς διείδαν τη μείωση της θεσμικής ισχύος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του διακυβερνητισμού προς όφελος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομοσπονδιακού χαρακτήρα της Ε.Ε. Εφόσον οι εθνικοί ηγέτες παρέμεναν οι κλειδοκράτορες για τον διορισμό του προέδρου της Επιτροπής, επιβάλλοντας για ψήφιση απ' το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακόμα και μια άδηλη έως τότε πολιτική φιγούρα, είναι σαφές ότι το πραγματικό πολιτικό θεμέλιο της Ε.Ε. δεν είναι οι άμεσα εκλεγμένοι ευρωβουλευτές (ομοσπονδιακό στοιχείο), αλλά οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων (διακυβερνητικό στοιχείο).
Ο Βαυαρός Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτός της Άγκελα Μέρκελ, στέλεχος του υπερσυντηρητικού κυβερνητικού εταίρου CSU και πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ορίστηκε υποψήφιος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο συνέδριο του EPP τον περασμένο Νοέμβριο. Το δε EPP θα αναδειχθεί, κατά πάσα πιθανότητα, πρώτο κόμμα σε ψήφους στις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου. Κατά συνέπεια, ο Βέμπερ ευελπιστεί, ως Spitzenkandidat, να είναι ο διάδοχος του Γιούνκερ. Ωστόσο, πληθαίνουν οι προβλέψεις ότι τελικά δεν θα είναι ο Βέμπερ αυτός που θα εκλεγεί, αλλά ένα outsider του EPP, ο Μισέλ Μπαρνιέ, απλούστατα γιατί ο Μπαρνιέ είναι πολύ ικανότερος να συγκεντρώσει οριζόντια πολιτική συναίνεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να οικοδομήσει πολιτική πλατφόρμα διακυβέρνησης για τα επόμενα πέντε έτη θητείας της Επιτροπής.
Κατ' αρχήν, ο Βέμπερ δεν διαθέτει κανενός είδους κυβερνητική εμπειρία και αυτός ο παράγοντας είναι παραδοσιακά απαγορευτικός για την ανάληψη ανώτατων πολιτικών καθηκόντων στην Ε.Ε. Κατά δεύτερον, ο Βέμπερ είναι Γερμανός, σε μια εποχή γερμανικής πρωτοκαθεδρίας σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς θεσμούς και καχυποψίας των μικρότερων κρατών-μελών απέναντι στη γερμανική ηγεμονία εντός της Ε.Ε. Και, το σημαντικότερο, ο Βέμπερ παραμένει ακόμα και σήμερα -σιωπηρά πλέον- υποστηρικτικός του εθνικολαϊκιστή πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, άτυπου ηγέτη του ευρωπαϊκού «μαύρου μετώπου», το κόμμα του οποίου παραμένει μέλος του EPP. Εξ αυτού του λόγου, θεωρώ αρκετά απίθανο να μπορέσει ο Βέμπερ να συγκεντρώσει πολιτική συναίνεση από τους σφοδρούς πολεμίους της ευρωπαϊκής Άκρας Δεξιάς Φιλελεύθερους Δημοκράτες του Γκι Φερχόφσταντ, πόσω μάλλον από τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες του Φρανς Τίμερμανς, ο οποίος εγκαινίασε τη διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ε.Ε. κατά της ακροδεξιάς κυβέρνησης της Πολωνίας για παραβίαση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης.
Τουναντίον, ο υπομονετικός και μεθοδικός Μισέλ Μπαρνιέ διαθέτει πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία, τόσο ως υπουργός γαλλικών κυβερνήσεων όσο και ως επίτροπος της Ε.Ε. Διαθέτει ένα πιο μετριοπαθές συντηρητικό προφίλ, με το οποίο είναι σαφώς ικανότερος να αποσπάσει πολιτικές συναινέσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι πως ως κύριος διαπραγματευτής της Ε.Ε. για το Brexit, κατάφερε με πολύμηνη δουλειά να φτάσει σε μια συμφωνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε., πίσω από την οποία στοιχίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι ηγέτες των 27, καθώς και η μεγάλη πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ως εκ τούτου, ο Μπαρνιέ θα πρέπει να είναι ο άνθρωπος που έχει σφίξει τα περισσότερα χέρια και που απολαμβάνει τον μεγαλύτερο σεβασμό απ' όλες τις πολιτικές φιγούρες σήμερα στην Ε.Ε. Η εκλογή του ως προέδρου της Επιτροπής θα σημάνει ταυτόχρονα και το τέλος των Spitzenkandidaten, ενός συστήματος που εχθρευόταν εξαρχής η Γερμανίδα καγκελάριος, η οποία αποδεικνύει για ακόμα μία φορά πόσο ικανή είναι σε πολιτικούς τακτικισμούς. Όσο για τον Βέμπερ, είναι αρκετά σίγουρο ότι δεν θα μείνει απαρηγόρητος, καθώς σε λίγους μήνες θα μείνει κενή η θέση του προέδρου του EPP επειδή ο 71χρονος τέως ευρωβουλευτής Τζόζεφ Ντάουλ ετοιμάζεται να βγει στη σύνταξη.
* Ο κ. Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.