Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη προς Ανατολάς διεύρυνση της Ε.Ε., μερικές από «αυτές τις χώρες», τις ανατολικοευρωπαϊκές δηλαδή, συνεχίζουν να βρίσκονται στο στόχαστρο της Ε.Ε., ιδιαίτερα για ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου, τον διαχωρισμό των εξουσιών και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αλλά και οι ίδιες εύκολα καταφεύγουν στον ρόλο του θύματος, καταγγέλλοντας στις Βρυξέλλες ότι αντιμετωπίζονται ως «Ευρωπαίοι δεύτερης κατηγορίας».
Από την έντυπη έκδοση
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη προς Ανατολάς διεύρυνση της Ε.Ε., μερικές από «αυτές τις χώρες», τις ανατολικοευρωπαϊκές δηλαδή, συνεχίζουν να βρίσκονται στο στόχαστρο της Ε.Ε., ιδιαίτερα για ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου, τον διαχωρισμό των εξουσιών και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αλλά και οι ίδιες εύκολα καταφεύγουν στον ρόλο του θύματος, καταγγέλλοντας στις Βρυξέλλες ότι αντιμετωπίζονται ως «Ευρωπαίοι δεύτερης κατηγορίας».
Τελικά, τι ακριβώς συμβαίνει; «Νομίζω ότι και τα δύο συμβαίνουν», υποστηρίζει ο Αυστριακός πολιτικός Χάνες Σβόμποντα, μιλώντας στη γερμανική ραδιοφωνία (DLF). «Από τη μία πλευρά πολλές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν αντιληφθεί ότι πρέπει να επιταχύνουν την πορεία τους προς τη δημοκρατία και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά, ότι δεν μπορούν απλώς να εισπράττουν χρήματα και την ίδια στιγμή να καθυστερούν ή και να ακυρώνουν μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει στη Δύση -ιδιαίτερα στη Γερμανία και στη Γαλλία, αλλά όχι μόνο εκεί- η αντίληψη ότι, εντάξει, είναι λίγο ανώριμοι όλοι αυτοί και πρέπει πρώτα να τους διδάξουμε πώς συμπεριφέρονται στην Ευρώπη, στο προσφυγικό για παράδειγμα. Αντί να τους δίνουμε κίνητρα, προσπαθούμε να τους επιβάλλουμε ποσοστώσεις.
Υπάρχει λοιπόν κάποια παρανόηση και από τις δύο πλευρές...».
Ιδιαίτερα στο προσφυγικό, επισημαίνει ο Αυστριακός πολιτικός, οι Βρυξέλλες φαίνεται να αγνοούν μια σημαντική πτυχή του προβλήματος στην ανατολική Ευρώπη: «Πολλές από αυτές τις χώρες χάνουν πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό. Στη Δύση μιλάμε συνήθως για εκείνους που έρχονται, αλλά εκείνοι που φεύγουν είναι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα αν σκεφτούμε τη Βουλγαρία για παράδειγμα, εν μέρει και τη Ρουμανία ή ακόμη και τις χώρες της Βαλτικής. Όταν συζητούμε το προσφυγικό, πρέπει να εντάξουμε στη συζήτηση και αυτή την πτυχή: τι πρέπει να κάνουμε, ώστε μεμονωμένες πόλεις ή περιφέρειες να δηλώσουν διατεθειμένες να δεχθούν πρόσφυγες; Μπορούμε να προσφέρουμε κίνητρα ή πόρους; Καλύτερα να γίνει αυτό, παρά να τους καθυβρίζουμε γιατί δεν δέχονται ποσοστώσεις που λίγο πολύ η Δύση τους έχει επιβάλει, χωρίς καν να τις τηρεί και η ίδια...».
Το ερώτημα είναι αν οι προσεχείς ευρωεκλογές δίνουν το έναυσμα ώστε να γίνει μία ουσιαστική συζήτηση για όλα αυτά - ή αν, αντιθέτως, αποτελούν αφορμή για ακόμη πιο έντονες αντιπαραθέσεις...