Μήνας καθοριστικών πολιτικών εξελίξεων, θα είναι ο Ιανουάριος, καθώς – όπως έχει πει δημοσίως και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος – ως τις 18 Ιανουαρίου ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει το πότε θα πάει η Συμφωνία των Πρεσπών προς κύρωση και από την ελληνική Βουλή.
Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Μήνας καθοριστικών πολιτικών εξελίξεων, θα είναι ο Ιανουάριος, καθώς – όπως έχει πει δημοσίως και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος – ως τις 18 Ιανουαρίου ο Πρωθυπουργός θα αποφασίσει το πότε θα πάει η Συμφωνία των Πρεσπών προς κύρωση και από την ελληνική Βουλή. Η κυβέρνηση παρακολουθεί από κοντά τη διαδικασία που είναι σε εξέλιξη στην ΠΓΔΜ, εκτιμά ότι μέχρι τις 15 Ιανουαρίου οι γείτονες θα είναι έτοιμοι και ήδη προετοιμάζει το έδαφος.
Κυβερνητικές πηγές επιμένουν ότι η συμφωνία με την ΠΓΔΜ θα ψηφιστεί από πλειοψηφία 151 βουλευτών, ακόμα και χωρίς τους ΑΝΕΛ, ενώ πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών σε σχέση με το τι έλεγε η κυβέρνηση πριν έξι μήνες, υποστηρίζουν ότι δεν θα χρειαστεί η διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης και η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει ως το τέλος της θητείας της με ψήφο ανοχής.
Το σενάριο συναντά ήδη πολλές αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Η Ν.Δ. προαναγγέλλει ότι θα χρησιμοποιήσει το όπλο της πρότασης δυσπιστίας και ζητά εκλογές με το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν θα έχει την πολιτική νομιμοποίηση να συνεχίσει αν έχει λιγότερες από 151 ψήφους καταγεγραμμένες στην ψηφοφορία για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Θα αναγκάσουν, λένε στη Ν.Δ. τον Αλέξη Τσίπρα, να πάει σε διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης αναζητώντας νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ βλέπουν εκλογές το αργότερο μέχρι τον Μάιο.
Εκλογές ζητά και το Ποτάμι που υπενθυμίζει ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει πει πως αν οι ΑΝΕΛ δεν ψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών η χώρα πρέπει να πάει σε εκλογές, αλλά και ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος που έχει πει ότι θα ψηφίσει τη συμφωνία μόνο αν προηγουμένως ο κ. Τσίπρας δεσμευθεί ότι αμέσως μετά θα προκηρύξει πρόωρες κάλπες.
Από τη στιγμή που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προανήγγειλε σχέδιο για κυβέρνηση μειοψηφίας, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις ότι το κλειδί των πολιτικών εξελίξεων κρατά το Ποτάμι και ο Σταύρος Θεοδωράκης, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει σε τέσσερις θετικές ψήφους από την οδό Σεβαστουπόλεως (Θεοδωράκης, Μαυρωτάς, Λυκούδης και Δανέλλης).
Είναι εμφανής η πρόθεση του Ποταμιού να αποσυνδέσει τη θετική του στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών από την προσπάθεια της κυβέρνησης να μείνει στην εξουσία. Αυτό ήθελε να αναδείξει ο εκπρόσωπος Τύπου του Ποταμιού Δημήτρης Τσιόδρας με τη δήλωσή του «θυμίζω τη δήλωση Θεοδωράκη από τη ΔΕΘ, ότι αν οι ΑΝΕΛ αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, η χώρα πρέπει να πάει σε εκλογές». Ωστόσο το ερώτημα αν το Ποτάμι θα ψηφίσει την συμφωνία, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κυβερνητική πλειοψηφία θα ανακοινώσει άμεση προσφυγή στις κάλπες, όπως θα πιέσουν στο παρασκήνιο Ν.Δ. και Κίνημα Αλλαγής, δεν πρόκειται να απαντηθεί παρά μόνο την κρίσιμη ώρα.
Σε ό,τι αφορά τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ και βουλευτή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Θανάση Θεοχαρόπουλο, τη θετική ψήφο του οποίου επίσης υπολογίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ναι μεν και εκείνος έχει δηλώσει ότι για να ψηφίσει θετικά περιμένει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών από τον Πρωθυπουργό, αλλά αναμένεται η συνάντησή του με την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, πριν λάβει τις οριστικές αποφάσεις του. «Εκλογές, το συντομότερο δυνατό», είναι πάντως η θέση της Χαριλάου Τρικούπη και δεν πρόκειται να αλλάξει.
Αποτελεί ερώτημα πώς σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση θα καταφέρει να επιβάλλει πολιτικά τη συνέχιση του βίου της ως κυβέρνηση μειοψηφίας, που μπορεί να αποτελεί συνήθη επιλογή σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη που λειτουργούν εδώ μια καιρό με κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλά στην Ελλάδα δεν αποτελεί συνήθεια στα πολιτικά πράγματα. Αν η κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρήσει κάτι τέτοιο θα είναι η πρώτη κυβέρνηση της περιόδου της μεταπολίτευσης που θα το πράξει. Τη δεδηλωμένη είχε χάσει και η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993, αλλά ο τότε πρωθυπουργός είχε επιλέξει την προσφυγή στις κάλπες και όχι στην διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης για να συνεχίσει ως κυβέρνηση μειοψηφίας.