Κουράστηκα να λέω χρονολογίες... αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι», λέει ο ποιητής. Tα χρόνια ίδια, του μυαλού μας ροκανίδια. Τραβούμε κουπιά, αλλά ό,τι κι αν λέμε, με έναν αλλόκοτο τρόπο, ελπίζουμε. Σε τελειώματα και αρχές. Με ενοχές και απαντοχές, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Κουράστηκα να λέω χρονολογίες... αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι», λέει ο ποιητής. Tα χρόνια ίδια, του μυαλού μας ροκανίδια. Τραβούμε κουπιά, αλλά ό,τι κι αν λέμε, με έναν αλλόκοτο τρόπο, ελπίζουμε. Σε τελειώματα και αρχές. Με ενοχές και απαντοχές.
Όλες ίδιες οι χρονιές. Δεν υπάρχει ασυνεχές. Διαφέρουν οι αντοχές. Σίγουρα και οι αρχές, οι ηθικοί κανόνες.
Όλες ίδιες οι χρονιές. Είναι δυνατόν κανείς να τις διατρέξει, να τις κατανοήσει, να τις «διαβάσει» ταυτόχρονα και προς όλες τις κατευθύνσεις, ή, όπως το ήθελε για τα δικά του ποιήματα ο Ρεμπό, υπό πάσαν έννοιαν. Ψέμα; Ο Προυστ και ο χρόνος του έχουν δέμα. Ο συγγραφέας συνοψίζει την ουσία μιας ζωής που βρίσκει καταφύγιο σε χρόνους ανύποπτους. Σε ό,τι παρήλθε, όχι αναγκαστικά ως βιωμένος χρόνος, αλλά προπάντων ως ανάμνηση και αίσθηση του βιώματος και της απώλειας, της κάθε απώλειας που συνέβη ή καραδοκεί, της παραδοχής της φθοράς και της συμφιλίωσης με τον χρόνο που πέρασε και αυτόν που απομένει.
Ο χρόνος δεν ξανακερδίζεται, ούτε ο κόσμος ξαναχτίζεται. Υποκρίνεται. Μην το νιώθεις για κακό. «Υποκρίνομαι σημαίνει αγαπώ. Δεν μπορώ ποτέ να αντικρίσω ένα όμορφο χαμόγελο ή ένα όλο νόημα βλέμμα χωρίς αυτόματα να αναρωτηθώ (και λίγο με ενδιαφέρει ποιος χαμογελάει ή κοιτάζει), ποιος μπορεί να κρύβεται στο βάθος της ψυχής της οποίας το πρόσωπο χαμογελά ή κοιτάζει - ο πολιτικός που θέλει να μας αγοράσει ή η πόρνη που θέλει να την αγοράσουμε. Αλλά ο πολιτικός αγαπά τουλάχιστον την πράξη της αγοράς μας κι η πόρνη αγαπά τουλάχιστον να αγοράζεται. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο κι αν το θέλουμε, από την παγκόσμια αδερφοσύνη. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο, και το ψέμα είναι το φιλί που ανταλλάσσουμε» (Φερνάντο Πεσόα, «Το Βιβλίο της Ανησυχίας»).
Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει. Για νέες περιπέτειες και το 2019.