Παρά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, πριν από τέσσερις μήνες πλέον, οι αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, σαφώς άνω του 4%. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τον χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης στο ελληνικό κράτος, στην πιστοληπτική ικανότητα του οποίου αντανακλώνται οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Παρά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, πριν από τέσσερις μήνες πλέον, οι αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, σαφώς άνω του 4%.
Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τον χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης στο ελληνικό κράτος, στην πιστοληπτική ικανότητα του οποίου αντανακλώνται οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, ωθούμενες κατά βάση από την Ιταλία, δεν συνιστούν την αιτία αλλά τον επιβαρυντικό παράγοντα, ως προς τις φτωχές επιδόσεις του ελληνικού Δημοσίου στην αγορά κρατικών ομολόγων.
Οι εκάστοτε αρνητικές εξελίξεις στη διεθνή σκηνή είναι λογικό να πλήττουν περισσότερο τους αδύναμους κρίκους. Το ερώτημα όμως είναι γιατί η Ελλάδα παραμένει αδύναμος κρίκος.
Η μία απάντηση είναι ότι η ελληνική οικονομία ξεκίνησε από μια ιδιαίτερα χαμηλή αφετηρία την επίλυση των προβλημάτων της. Ωστόσο, η διαχείριση της ελληνικής κρίσης μετρά πλέον μία δεκαετία.
Το πρόβλημα άλλωστε δεν έγκειται τόσο στα αποτελέσματα αυτά καθαυτά, όσο στην εικόνα την οποία εκπέμπει το πολιτικό σύστημα, αναφορικά με τη βούληση και την αξιοπιστία του να διορθώσει τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας.
Στην τελευταία της έκθεση, η ΤτΕ μιλά για «ανησυχία σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος». Στην πραγματικότητα, περιγράφει αυτό που ήδη συμβαίνει, τους τελευταίους πέντε μήνες.
Η κυβέρνηση ολοκλήρωσε όπως όπως το τρίτο πρόγραμμα, με όχημα την υπερφορολόγηση και τη συγκράτηση δαπανών που προορίζονταν για τις υποδομές και την ανάπτυξη, γεγονός που μετουσιώθηκε στα υπερπλεονάσματα των τελευταίων ετών, το βασικό συστατικό στην αγαστή συνεργασία της με το ευρωπαϊκό σκέλος των διεθνών πιστωτών.
Αμέσως μετά, επιδόθηκε σε έναν αγώνα ταχύτητας με τρόπαιο τη διάσωση των ποσοστών της στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Κωλυσιεργίες και αθετήσεις στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, πλαισιωμένες από διαδοχικές ανακοινώσεις για προεκλογικές προσλήψεις στη δημόσια διοίκηση, στέλνουν το λάθος μήνυμα στους επενδυτές και τελικά αυξάνουν το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Κρατούν έτσι καθηλωμένη την ελληνική οικονομία, καθυστερώντας εκ νέου την επιστροφή στην κανονικότητα.
Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν η χώρα να έχει βγει από την κρίση, χωρίς η χώρα να έχει βγει από την κρίση. Η αποτυχία της Ελλάδας, έπειτα από τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής, σηματοδοτεί την επιτυχία του πολιτικού συστήματος· να διαφυλάξει τα «κεκτημένα» του, κόντρα στις αληθινές ανάγκες του τόπου.
Την οριστική έξοδο από την κρίση θα σηματοδοτήσει εκ του αποτελέσματος η οριστική επιστροφή στις αγορές, ως game changer στο ελληνικό ζήτημα. Η οικονομία έχει ακόμη δρόμο μπροστά.