Πότε βυθίζεται στο σκοτάδι μια ιστορική βιομηχανία; Είναι τα συσσωρευμένα χρέη, η ενδοοικογενειακή διαμάχη, ή η κρίση που επισημοποιεί την άδοξη λύση; Ήταν η τιμή του ρεύματος και η χαμηλή ζήτηση, για την οποία από το 2012 γινόταν συζήτηση, που δεν της επέτρεπαν τη συνεχή λειτουργία. Ήταν, όμως, η αρχική διαφωνία των συγγενών - συνεταίρων που έγινε δυσφορία και τα πράγματα ξέφυγαν από την πορεία , γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Πότε βυθίζεται στο σκοτάδι μια ιστορική βιομηχανία; Είναι τα συσσωρευμένα χρέη, η ενδοοικογενειακή διαμάχη, ή η κρίση που επισημοποιεί την άδοξη λύση; Ήταν η τιμή του ρεύματος και η χαμηλή ζήτηση, για την οποία από το 2012 γινόταν συζήτηση, που δεν της επέτρεπαν τη συνεχή λειτουργία. Ήταν, όμως, η αρχική διαφωνία των συγγενών - συνεταίρων που έγινε δυσφορία και τα πράγματα ξέφυγαν από την πορεία.
Την οικονομικο-πολιτική συγκυρία δεν την επιλέγεις. Ούτε τους συγγενείς. Πόσα χρόνια διαρκούσε η διαμάχη των δύο παιδιών του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, όταν κινητοποίησε ακόμα και τον Οικουμενικό Πατριάρχη για να συμφιλιώσει τους δύο γιους του; Μέταλλα σκληρά, ανθεκτικά, δεν υποχώρησαν, παρά μόνο όταν τα περιουσιακά στοιχεία σε εντός και εκτός Ελλάδας διαχώρισαν. Κατά έναν παράδοξο τρόπο δεν πέρασε πολύς καιρός και η οικογενειακή «βεντέτα» άνοιξε στην τρίτη γενιά. Αυτήν τη φορά ήταν οι γιοι κατά του πατρός, στον οποίο αμφισβητούν την ικανότητα «ακόμη και να εκφρασθεί προφορικώς».
Τι έχει αποδειχθεί ιστορικώς; Καμιά επιχείρηση δεν είναι too big το fail, ενώ ισχύει κάτι παραπλήσιο με τις οικογένειες του Τολστόι. Όλες οι ευτυχισμένες επιχειρηματικές οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε άλλη, όμως, δοκιμάζεται με τον δικό της τρόπο.
Μάλλον γι’ αυτό δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό «ευτυχίες». Γιατί η «ευτυχία», εν προκειμένω στην επιχειρηματική δραστηριότητα, θεωρείται μία: κυρίως αυτοδημιούργητοι, οι οποίοι σε κρίσιμες φάσεις της οικονομικής εξέλιξης κατόρθωσαν να «πιάσουν επαφή» με το νήμα και να δαμάσουν το κύμα. Έτσι, πανομοιότυπη με άλλες περιπτώσεις είναι κι αυτή του Θεόδωρου Α. Αγγελόπουλου, ιδρυτή της Χαλυβουργικής Α.Ε. που η λειτουργία της συνδέθηκε με τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση.
Πριν από έναν αιώνα ο Θ. Α. Αγγελόπουλος ήλθε στην Αθήνα από τη Βλαχοράπτη Αρκαδίας. Ο υπάλληλος σε κατάστημα σιδερικών σε επτά χρόνια στήνει μια μικρή βιοτεχνία που παρήγε συρματοπλέγματα. Το 1932 γίνεται βιομηχανία με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ. Α. Αγγελόπουλος & Υιοί. Στις 3 Μαρτίου 1948 ιδρύθηκε η Χαλυβουργική Α.Ε. και τέσσερα χρόνια μετά, το 1952, κοντά στην Ελευσίνα, κατασκευάζονται μονάδες παραγωγής σιδήρου, για να ακολουθήσουν τέλη Ιουλίου 1963 τα εγκαίνια της πρώτης υψικαμίνου στην Ελλάδα.
Την οικονομικο-πολιτική συγκυρία δεν την επιλέγεις. Κρίση του πετρελαίου και του χάλυβος τη δεκαετία του ‘70, πέφτουν τα δασμολογικά «τείχη» με την ένταξη στην ΕΟΚ, η φθορά δεν προκαλεί σοκ. Μόνο στους εκατοντάδες απολυμένους.