Tέλος για την εποχή της υπερ-χαλαρής νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, με την ΕΚΤ να ανακοινώνει τον επίλογο του QE, του πιο ισχυρού εργαλείου νομισματικής στήριξης που είχε στη φαρέτρα της. Η ΕΚΤ πάτησε τη σκανδάλη πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, τον Μάρτιο του 2015, δαπανώντας συνολικά 2,6 τρισ. ευρώ για αγορές ενεργητικού - κυρίως κρατικών ομολόγων, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Tέλος για την εποχή της υπερ-χαλαρής νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, με την ΕΚΤ να ανακοινώνει τον επίλογο του QE, του πιο ισχυρού εργαλείου νομισματικής στήριξης που είχε στη φαρέτρα της. Η ΕΚΤ πάτησε τη σκανδάλη πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, τον Μάρτιο του 2015, δαπανώντας συνολικά 2,6 τρισ. ευρώ για αγορές ενεργητικού - κυρίως κρατικών ομολόγων.
Μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ βοήθησε την οικονομία να επιστρέψει στην ανάκαμψη, κράτησε το κόστος δανεισμού για τις χώρες-μέλη σε χαμηλά επίπεδα, αλλά κυρίως συνέβαλε στην αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού και την επιστροφή των τιμών κοντά στον στόχο 2%. Η ΕΚΤ αγόραζε ενεργητικό 1,3 εκατ. ευρώ το λεπτό, ποσό που ισοδυναμεί με περίπου 7.600 ευρώ για κάθε πολίτη του μπλοκ.
Ο Μάριο Ντράγκι -που αποχωρεί από το τιμόνι της ΕΚΤ τον Οκτώβριο του 2019- έχει περάσει στην ιστορία, σώζοντας την Ευρωζώνη και το ευρώ από την κρίση χρέους, τολμώντας να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, όπως το QE και τα αρνητικά επιτόκια.
Ο Σούπερ Μάριο είχε προετοιμάσει προσεκτικά το έδαφος για τον επίλογο του προγράμματος, μειώνοντας σταδιακά τις μηνιαίες αγορές ενεργητικού από τα 80 δισ. ευρώ στα 60 δισ., μετά στα 30 και στη συνέχεια στα 15 δισ. ευρώ στο τελευταίο τρίμηνο του 2018. Οι ενέσεις ρευστότητας και οι μειώσεις των επιτοκίων σε επίπεδα ακόμη και κάτω από το μηδέν βοήθησαν την οικονομία να εξέλθει από την ύφεση του 2012 και να αναπτυχθεί το 2017 με τους ισχυρότερους ρυθμούς δεκαετίας, στο 2,5%.
Έκτοτε όμως φαίνεται να χάνει τη δυναμική της, σκοντάφτοντας σε διάφορες προκλήσεις, όπως η σινο-αμερικανική εμπορική αντιπαράθεση, το Brexit, αλλά και η πολιτική αβεβαιότητα σε Γαλλία και Ιταλία, δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ζώνης του Ευρώ.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ κλείνει τις στρόφιγγες, παρά την οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα. Παραδέχεται ότι είναι αναγκαίο να παραμείνει υποστηρικτική η νομισματική πολιτική, γι’ αυτό και θα διατηρήσει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019. Επιπλέον, οι επανεπενδύσεις των εσόδων από τις λήξεις ομολόγων θα λειτουργήσουν ως δίχτυ ασφαλείας, κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια για τα ομόλογα των χωρών-μελών.
Ο Ντράγκι κατάφερε να ξεπεράσει τις διαφορές στο εσωτερικό της ΕΚΤ, τη διάσταση απόψεων μεταξύ ένθερμων υποστηρικτών και πολέμιων του QE. Και ζητούσε επανειλημμένως τη συμβολή των κυβερνήσεων στην προάσπιση της Ευρωζώνης. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, η ΕΚΤ βαδίζει στα χνάρια της Fed, κάνοντας στροφή προς τη νομισματική σύσφιγξη. Λίγες ημέρες πριν από την έλευση του 2019, η Ευρωζώνη έχει μπροστά της ένα κάπως αβέβαιο μέλλον. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν είναι στο χέρι της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις.