Από την 7η Νοεμβρίου του 1837, οπότε οι ΗΠΑ αναγνώρισαν και de jure την ανεξαρτησία της Ελλάδας, υπογράφοντας στο Λονδίνο «συνθήκη εμπορίου και ναυσιπλοΐας» με τη χώρα μας και διαπιστεύοντας τον πρώτο πρόξενό τους στην Αθήνα, οι διμερείς σχέσεις πέρασαν από πολλές φάσεις, στις οποίες αποτυπώθηκαν οι εσωτερικές πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας και η συμμετοχή του αμερικανικού παράγοντα σ’ αυτές, όπως αναγνώρισε ο πρόεδρος Κλίντον επισκεπτόμενος την Αθήνα στις 19-11-1999, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Από την 7η Νοεμβρίου του 1837, οπότε οι ΗΠΑ αναγνώρισαν και de jure την ανεξαρτησία της Ελλάδας, υπογράφοντας στο Λονδίνο «συνθήκη εμπορίου και ναυσιπλοΐας» με τη χώρα μας και διαπιστεύοντας τον πρώτο πρόξενό τους στην Αθήνα, οι διμερείς σχέσεις πέρασαν από πολλές φάσεις, στις οποίες αποτυπώθηκαν οι εσωτερικές πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας και η συμμετοχή του αμερικανικού παράγοντα σ’ αυτές, όπως αναγνώρισε ο πρόεδρος Κλίντον επισκεπτόμενος την Αθήνα στις 19-11-1999.
Οι «πατέρες» της αμερικανικής ανεξαρτησίας εμπνεύσθηκαν από το δημοκρατικό πρότυπο της Αθήνας και την πολιτειακή συγκρότηση της Σπάρτης και η Ελλάδα ήταν στο ίδιο στρατόπεδο σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, αλλά και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, έστω κι αν η σχέση αυτή σπάνια διακρίθηκε από μια ισοτιμία.
Για πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα υπήρξε για τις Ηνωμένες Πολιτείες «ένας καλός, πιστός φίλος» και ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ένας πρόσφορος ευφημισμός για τις σχέσεις πατρωνίας μεταξύ των δύο χωρών, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το πραγματικό επίπεδο ικανοποίησης των συμφερόντων του ήσσονος εταίρου…
Τη δεκαετία του ‘80, κι όχι χωρίς κόστος για την ελληνική πλευρά, η σχέση άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά «ισοτιμίας» και τώρα φαίνεται να εισέρχεται σε μια νέα περίοδο ποιοτικής αναβάθμισης. Ο «στρατηγικός διάλογος» μεταξύ των δύο χωρών, τις δύο τελευταίες ημέρες στην Ουάσιγκτον, χαρακτηρίζεται από τη δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ότι η Ελλάδα πλέον «είναι ένας κρίσιμος σύμμαχος, μια ηγέτιδα δύναμη για την περιφερειακή σταθερότητα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή που είναι σημαντικό στρατηγικό σύνορο». Το κοινό ανακοινωθέν αποτυπώνει μια δραματική αλλαγή στην αντίληψη των ΗΠΑ για την Ελλάδα και τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή και υπονοεί μιας στρατηγικής σημασίας σύμπτωση των συμφερόντων τους, επ’ ωφελεία και των δύο.
Η αναγνώριση της σημασίας που έχει η βάση της Σούδας -«το μεγαλύτερο λιμάνι βαθέων υδάτων στη Μεσόγειο και το μοναδικό μεταξύ του Νόρφολκ και του Ινδικού Ωκεανού»-, η υποστήριξη των τριμερών σχημάτων συνεργασίας της Ελλάδας με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο, όπως και των ενεργειακών σχεδιασμών για τον αγωγό EastMed είναι το μέτρο αυτής της δραματικής αλλαγής και των ευκαιριών-προκλήσεων στις οποίες θα πρέπει να ανταποκριθεί η Ελλάδα.
Ενώ είναι άκρως σημαντικό ότι στην παρούσα συγκυρία και με την αναθεωρητική Τουρκία να ασκείται σε πειρατικές ενέργειες, οι ΗΠΑ επιβεβαίωσαν την πίστη τους «στη σημασία του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών ως κατευθυντήριας αρχής για τις σχέσεις καλής γειτονίας». Αυτή η εξέλιξη έχει «πατέρες» και για λόγους εντιμότητας θα πρέπει να πιστωθεί στους Γ.Α. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαρά και Νίκο Κοτζιά. Οι χειρισμοί του παρόντος και του μέλλοντος ανήκουν στους υπόλοιπους.