Με διαφορετικό τρόπο παρουσίασε φέτος το Οικονομικό Επιμελητήριο τις θέσεις του επί του προϋπολογισμού 2019 - ενός προϋπολογισμού που, ανεξαρτήτως πολιτικών χρωματισμών, μιντιακών προσεγγίσεων κ.ο.κ., έχει μιαν μοναδικότητα, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Με διαφορετικό τρόπο παρουσίασε φέτος το Οικονομικό Επιμελητήριο τις θέσεις του επί του προϋπολογισμού 2019 - ενός προϋπολογισμού που, ανεξαρτήτως πολιτικών χρωματισμών, μιντιακών προσεγγίσεων κ.ο.κ., έχει μιαν μοναδικότητα. Το «απαιτούνται ακόμη πολλά να γίνουν στη χώρα ώστε να βγει οριστικά από την κρίση», με άμεση προειδοποίηση να μην υπάρξουν «προεκλογικές παροχές, που οδηγήσουν εκτός στόχων τα μεγέθη του προϋπολογισμού», του προέδρου του ΟΕΕ Κώστα Κόλλια μπορεί να ακούγεται προβλεπτό. Όμως η κατάθεση των θέσεων του ΟΕΕ, και μάλιστα το άνοιγμα της συζήτησης από ανθρώπους που έχουν/είχαν άμεση εμπλοκή στην κυλιόμενη διαπραγμάτευση με τους «εταίρους» -Φραγκίσκο Κουτεντάκη, Πάνο Τσακλόγλου- ή από πιο ακαδημαϊκής προσέγγισης -Παναγιώτη Πετράκη, Διονύση Χιόνη, Ναπολέοντα Μαραβέγια- αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά.
Άμα απομακρύνουμε τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς, έχουμε τον πρώτο προϋπολογισμό (μετά από 8 ή 9 χρόνια) χωρίς τη μνημονιακή δεσμευτικότητα - πλήρη δεσμευτικότητα.
Την ίδια στιγμή έχουμε έναν προϋπολογισμό με μια σημαντική, προεγκατεστημένη δέσμευση/constraint, εκείνην του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος σε ορίζοντα 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι. Τρίτον, ήδη βρίσκεται ο ελληνικός προϋπολογισμός «απελευθερωμένος» μεν από τα μνημόνια και την τροϊκανή πειθαρχία, πλην όμως υπαγόμενος στη γενική διαδικασία εξέτασης/έγκρισης που ισχύει για όλες τις χώρες της Ε.Ε. (όμως, όταν καλείσαι να κάνεις την ίδια άσκηση με την παραπάνω δέσμευση, δυσκολεύεσαι πρόσθετα). Υπάρχει και η άλλη δέσμευση, εκείνη των μεσοπρόθεσμων πλαισίων - αλλά ας μείνουμε έως εδώ. Με όλα αυτά δεδομένα, ο προϋπολογισμός 2019 προκύπτει ως «προϋπολογισμός ευθύνης» και όχι -ελπίζει κανείς- ως μια (ακόμη) προσπάθεια «να βγουν τα νούμερα». Και βασικό του ζητούμενο θα είναι η πειστικότητα - πράγμα που, σε χρονιά κατ’ ανάγκην προεκλογική, δεν είναι απλή υπόθεση.
Ο μεταβατικός, λοιπόν, αυτός προϋπολογισμός (κατά Παν. Πετράκη), τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «ευλόγησε», όπως άλλωστε και τη μη περικοπή των συντάξεων που ενσωμάτωσε (μιλώντας μάλιστα για «πολύ θετικό ορίζοντα»), κουβαλάει μαζί του ερωτηματικά. Που ξεκινούν από το μέγεθος του δημοσίου τομέα (που θεωρείται σωστός/on par με των άλλων κρατών μελών, αλλά χωρίς αναφορά στην προβληματική παραγωγικότητά του), ενώ φθάνουν στο πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων ή πάλι στη σκιά που αφήνουν σταθερά πίσω τους οι δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν αναδρομικά ή/και ανατρέπουν μνημονιακές περικοπές.
Για τον Δ. Χιόνη όλη η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι όπως γίνεται χωρίς να αγγίζεται η ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους (στο οποίο μπορεί να υπάρχουν παρεμβάσεις, όμως μόνο όσον αφορά την παρούσα αξία του, ακόμη και με τα πρόσφατα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης) παραμένει χωρίς αληθινό αντικείμενο.
Έτσι, πέρα από τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς για τις προβλέψεις και προβολές μεγεθών -με καίριες εκείνες που αφορούν την αναπτυξιακή δυναμική- υπάρχει η πραγματικότητα της ψυχρότητας με την οποία οι αγορές δείχνουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό χαρτί (με το premium που ζητούν) και τούτο παρά τις διαβεβαιώσεις και του πρόσφατου Eurogroup για δέσμευση των «εταίρων» να στηρίξουν/εγγυηθούν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ο Φρ. Κουτεντάκης -συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή- επεσήμανε ότι ο προϋπολογισμός είναι σκόπιμο να προσεγγίζεται και να αναλύεται ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής/policy και όχι ως πολιτικό εργαλείο/politics. Επέμεινε στην άποψη ότι, μετά τις θυσίες των χρόνων που πέρασαν, «πλέουμε σε ασφαλή νερά», προσθέτοντας ότι κατάκτηση είναι και το ότι δεν αμφισβητούνται πλέον τα επίσημα δημοσιονομικά στοιχεία/έπαψε η δυσπιστία προς τα Greek statistics. Ο Φρ. Κουτεντάκης αντιπαρατέθηκε ευθέως στην άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν είναι «ρεαλιστικό και εφικτό», αλλά και με τη συνεχή συζήτηση περί υπερφορολόγησης.
Ο Πάνος Τσακλόγλου -με την πείρα του ΣΟΕ- επέμεινε στη διαπίστωση ότι στην ελληνική περίπτωση (αντίθετα π.χ. από εκείνην του Βελγίου) τα πρωτογενή πλεονάσματα «φεύγουν» από την οικονομία και δεν ανακυκλώνονται, καθώς το χρέος δεν διακρατείται στο εσωτερικό της όπως αλλού. Πάντως, συμφώνησε ότι δεν είναι η ώρα για να ανοίξει μια συζήτηση επαναδιαπραγμάτευσης. Διετύπωσε ιδιαίτερα έντονες επιφυλάξεις για τις αναπτυξιακές προοπτικές, με το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων - και μάλιστα με τη συμπίεση του ΠΔΕ.
Τέλος, ο Ναπολέων Μαραβέγιας κατέθεσε την εμπειρία των ευρωπαϊκών λειτουργιών -και πολιτικών περιορισμών- στην περαιτέρω εξέλιξη της συζήτησης, ενώ επανέφερε το ζήτημα της υπερφορολόγησης υπό το πρίσμα των ανισοτήτων: 90% του φόρου φυσικών προσώπων προκύπτει από 19% των υπόχρεων, 83% του φόρου νομικών προσώπων από μόλις 4,5% των επιχειρήσεων…