Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές η μεγάλη, ίσως τελευταία, μάχη της Μέι μόλις είχε αρχίσει. Ασχέτως του αποτελέσματος, το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα φαίνεται να στροβιλίζεται σε μια βαθιά κρίση.Είτε κερδίσει είτε χάσει, η αμφισβήτηση της Μέι μέσα στο ίδιο της το κόμμα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη παράλυση τη βρετανική κυβέρνηση, με άδηλο το μέλλον του Brexit, γράφει ο Μωυσής Λίτσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές η μεγάλη, ίσως τελευταία, μάχη της Μέι μόλις είχε αρχίσει. Ασχέτως του αποτελέσματος, το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα φαίνεται να στροβιλίζεται σε μια βαθιά κρίση.
Είτε κερδίσει είτε χάσει, η αμφισβήτηση της Μέι μέσα στο ίδιο της το κόμμα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη παράλυση τη βρετανική κυβέρνηση, με άδηλο το μέλλον του Brexit.
Η ειρωνεία είναι ότι οι Συντηρητικοί φάνταζαν μέχρι πρότινος να κυριαρχούν χωρίς αντίπαλο, με το μεγαλύτερο πρόβλημα ταυτότητας να το έχουν οι Εργατικοί.
Το Εργατικό Κόμμα έχανε τις εκλογές το 2015 και ο σχετικά καινούργιος τότε στην ηγεσία Εντ Μίλιμπαντ παραιτείτο, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάδειξη του Τζέρεμι Κόρμπιν. Ενός παραδοσιακού σοσιαλδημοκράτη, που στη σημερινή άπνοια ιδεών φάνταζε ως «ακροαριστερός», επειδή διακήρυττε την ανάγκη επιστροφής του κόμματος στις σοσιαλδημοκρατικές του ρίζες.
Η ανάδειξη του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών ήταν μάλιστα επεισοδιακή, αφού ο νέος ηγέτης των Εργατικών αμφισβητήθηκε σφόδρα από τους «κεντρώους» του κόμματος, που επιχείρησαν να τον ανατρέψουν. Ο Κόρμπιν έχασε τους βουλευτές αλλά κέρδισε τη βάση, με χιλιάδες νέα μέλη να ενεργοποιούνται για το συνέδριο του 2017, αναδεικνύοντάς τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη.
Την ώρα που τα μεγαλύτερα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εξαφανίζονταν πολιτικά, ο Κόρμπιν ανάσταινε τους Εργατικούς και μάλιστα με ένα «υπεραριστερό» κατά πολλούς πρόγραμμα, μιλώντας για επανεθνικοποιήσεις, εργασιακά δικαιώματα και άλλα που εξοβελίζονται ως «λαϊκισμός» στο σημερινό πολιτικό «new speak».
Την ίδια περίοδο οι Συντηρητικοί, που έμοιαζαν να μην έχουν αντίπαλο, έβαζαν τρικλοποδιά στον ίδιο τους τον εαυτό, οδηγώντας τη Βρετανία στις ατραπούς του Brexit.
Το Brexit δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας μαζικής δυσαρέσκειας προς τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, όπως συνέβαινε με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά επιλογή μερίδας της πολιτικής ελίτ, που βλέπει με καχυποψία την ενίσχυση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Χρησιμοποίησε μάλιστα το μεταναστευτικό ως φόβητρο, ελπίζοντας πως είτε με ένα «ναι» είτε με ένα «όχι» η Ε.Ε. θα υποχωρούσε...
Το βρετανικό παράδοξο έρχεται να θυμίσει ότι μετά την πολιτική απαξίωση του ενός πόλου εξουσίας στην Ευρώπη, της Κεντροαριστεράς, έρχεται η σειρά των συντηρητικών κομμάτων να περάσουν τη δική τους κρίση πολιτικής ταυτότητας.