Την ευκαιρία μιας διασταυρωμένης τοποθέτησης, που έδειξε τις διαφορές φιλοσοφίας, είχαν στη φετινή εκδήλωση «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης: ο Μητσοτάκης, την πρώτη μέρα, έδωσε την έμφαση στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις-ελαφρύνσεις, ως εργαλείο ανάπτυξης. ο Τσίπρας, τη δεύτερη, ενσωμάτωσε την προσέγγιση των τωρινών παροχών στη λογική της συνολικής αναδιανομής, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Την ευκαιρία μιας διασταυρωμένης τοποθέτησης, που έδειξε τις διαφορές φιλοσοφίας, είχαν στη φετινή εκδήλωση «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης: ο Μητσοτάκης, την πρώτη μέρα, έδωσε την έμφαση στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις-ελαφρύνσεις, ως εργαλείο ανάπτυξης. ο Τσίπρας, τη δεύτερη, ενσωμάτωσε την προσέγγιση των τωρινών παροχών στη λογική της συνολικής αναδιανομής. Ένα βήμα πίσω, όμως: έχει μια ιδιότυπη γραφικότητα το πώς προσλαμβάνουμε στη μεταμνημονιακή/προεκλογική Ελλάδα την κρίση των Ευρωπαίων «εταίρων» αλλά και των νεοανακαλυφθεισών στη δημόσια συζήτηση «αγορών» για το πού το πάμε το καράβι της ελληνικής οικονομίας.
Όταν προ ημερών είχε χτυπήσει τη χλομή-έως-ανύπαρκτη ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ο ιός της απαξίωσης των συστημικών τραπεζών, με κατολίσθηση των μετοχών τους και άφθονο short selling, βουή πολλή ακούστηκε: οι μεν μίλησαν (έως και) για υπονόμευση της πορείας της οικονομίας, συνεπώς της οικονομικής πολιτικής, άρα και των προσπαθειών της κυβέρνησης. οι δε, αναφέρθηκαν σε ανακάλυψη του πόσο λίγο πείθει το μεταμνημονιακό αφήγημα ή/και πόσο σκιαγμένοι είναι οι ξένοι επενδυτές. Όταν η ίδια αυτή περιθωριοποιημένη αγορά έκανε ράλι με +4,5%, κοντά +10% στις τράπεζες, πάνω από 15% η μετοχή της Εθνικής, ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη είχε το κουράγιο να αντιστρέψει το επιχείρημα…
Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, όταν είχαν πυκνώσει οι οιμωγές για την απόδοση του 10ετούς ομολόγου που σκαρφάλωσε πάνω από το 4,65% (ενώ κάποια στιγμή είχε βρεθεί κάτω από το 4,25%), οι μεν διεκτραγώδησαν μια οικονομία που δεν γίνεται δεκτή στις αγορές, άρα τελειώνει το λαδάκι της άμα αρχίσει να χρησιμοποιεί το διαβόητο cash buffer κ.λπ., οι δε παρέπεμψαν στην επίπτωση της αναταραχής λόγω Ιταλίας, Τουρκίας κοκ. Τώρα, όταν οι αποδόσεις του δεκαετούς πέρασαν κάτω από το 4,2% (του δε κακότυχου 7ετούς που κινούνταν στο 4,3% ξαναπέρασαν κάτω από τον πήχη του 3,85%), πάλι δεν είχαμε πολλούς προθύμους να προσέλθουν σε ανάλυση, προβολή κ.λπ. Αν πάλι μετακινήσουμε λίγο τον δείκτη και μετρήσουμε τις αντιδράσεις/αξιολογήσεις του πρόσφατου Eurogroup -εκείνου όπου τσιμεντώθηκε η διατήρηση των συντάξεων των παλιών συνταξιούχων, αλλά και εγκρίθηκε sans voir /χωρίς επιφυλάξεις ή τοποθετήσεις ο προϋπολογισμός 2019 για την Ελλάδα- διαπιστώνουμε μιαν άλλη τάση ωρίμανσης της δημόσιας συζήτησης. Εκείνο που χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί είναι ότι η Ελλάδα πλέον έχει δυο λογιών αντιμετωπίσεις από την Ε.Ε., τους μηχανισμούς της, τους υπευθύνους της εποπτείας/παρακολούθησης. Η μια είναι αντιμετώπιση μιας χώρας «όπως οι άλλες»: παρακολουθείται η δημοσιονομική συμβατότητα με το Σύμφωνο Σταθερότητας («και Ανάπτυξης», το τελευταίο όμως πάντα λέγεται με αίσθηση πικρού χιούμορ...), όπως διορθώνεται με την απαίτηση του αυτοτραυματιστικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5%. Όμως κανείς δεν μπαίνει στο αν το συνολικό μίγμα πολιτικής της χώρας είναι βιώσιμο ή όχι, στραβό ή σοφό. Έως εκεί έχει φτάσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, όχι περισσότερο: όταν λοιπόν οι Ευρωπαίοι «εταίροι» βλέπουν μια χώρα όπως η Ελλάδα (ή η Πορτογαλία προχθές) να πηγαίνει διαφορετικά απ’ ό,τι θεωρούν ορθό, απλώς ανησυχούν. Οι «φρουιζελέδες», όπως αποκαλούνται οι Βρυξελλιώτες απ’ όσους στην Ελλάδα θα ‘θελαν να ανακαλούν την Αθήνα στην τάξη δίκην «υπερ-αντιπολίτευσης», απλώς δεν έχουν τέτοιο θεσμικό δικαίωμα!
Η δεύτερη αντιμετώπιση της Ελλάδας είναι εκείνη της μεταμνημονιακής εποπτείας, επιτήρησης, ή παρακολούθησης ή όπως αλλιώς ονοματισθεί: αυτή είναι το κατάλοιπο των 3 Προγραμμάτων Προσαρμογής/Μνημονίων που κουβάλησε η χώρα, πολλές φορές -το δέχονται και οι ίδιοι οι τροϊκανοί πλέον- με περιττές λεπτομέρειες, προαπαιτούμενα, μεταρρυθμίσεις και «μεταρρυθμίσεις». Η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση κουβάλησε πολλές σχετικές υποδείξεις, ανόμοιες και φορές-φορές γραφικές: ποιος θα διαφωνήσει ότι πρέπει η ΑΑΔΕ να συνεχίσει να στελεχώνεται, η πρωτοβάθμια Υγεία να χτιστεί σοβαρά; Όμως... ποιος θα προχωρήσει τις διαδικασίες, με ΑΣΕΠ κοκ.; Ποιος θα σπρώξει πόρους; Όσο για την επίσπευση ιδιωτικοποιήσεων/παραχωρήσεων, από την Εγνατία μέχρι το συνεχώς επανερχόμενο Ελληνικό, ακόμη και οι πλέον αισιόδοξοι τροϊκανοί έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο συνδυασμός Δικαιοσύνης, υπερ-διαδικαστικότητας και αρνητισμού της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης υπόσχεται αργόσυρτη πρόοδο. Εδώ, όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο του μόνου «δαγκώματος»: η μη ελευθέρωση των πρώτων 600 εκατ. ευρώ (από τα σχεδόν 5 συνολικά υπεσχημένα) από τα SMPs και ANFAs.
Αυτή η διάσταση δεν θα αγγίξει κάτι το ουσιώδες στη σχέση Ελλάδας-Ευρωζώνης. Απλώς θα βοηθήσει χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία να μην έχουν προβλήματα με την Ελλάδα στα Κοινοβούλιά τους. Ωριμάνσεις…