Σύμφωνα με ελληνική μελέτη η οποία παρουσιάστηκε στο 57ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας (ESPE, European Society for Pediatric Endocrinology), η βιταμίνη D προάγει την απώλεια σωματικού βάρους και βελτιώνει παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου και ψυχικής υγείας σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Σύμφωνα με ελληνική μελέτη η οποία παρουσιάστηκε στο 57ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας (ESPE, European Society for Pediatric Endocrinology), η βιταμίνη D προάγει την απώλεια σωματικού βάρους και βελτιώνει παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου και ψυχικής υγείας σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους.
Τα ευρήματα της μελέτης αποδυκνύουν ότι η θεραπεία υποκατάστασης με βιταμίνη D, σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειάς της, μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, και να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών της, όπως η καρδιαγγειακή νόσος και ο διαβήτης τύπου 2, στην ενήλικη ζωή.
Όπως ανακοίνωσαν ο παιδίατρος και υποψήφιος διδάκτωρ κ. Χρήστος Γιαννιός και η καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας, κ. Ευαγγελία Χαρμανδάρη μαζί με τους συνεργάτες τους στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο νοσοκομείο Παίδων ‘Η Αγία Σοφία’, για τις ανάγκες της μελέτης αξιολόγησαν 220 υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά και εφήβους με υποβιταμίνωση D.
Τα παιδιά αυτά μελετήθηκαν προοπτικά και τυχαιοποιήθηκαν στην ομάδα παρέμβασης (n = 109) και στην ομάδα ελέγχου (n = 111).
Στην ομάδα παρέμβασης έλαβαν αρχικά 50.000 IU βιταμίνης D μία φορά την εβδομάδα για 6 εβδομάδες, και στη συνέχεια δόση συντήρησης με βιταμίνη D σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας για την πρόληψη και αντιμετώπιση της υποβιταμίνωσης D.
Ενώ, στην έναρξη της μελέτης καθώς και έπειτα από 12 μήνες αξιολογήθηκαν οι συγκεντρώσεις της βιταμίνης D, η ηπατική, νεφρική και θυρεοειδική λειτουργία, οι καρδιομεταβολικές παράμετροι, η αρτηριακή πίεση, η σύσταση του σώματος και η ψυχική υγεία των παιδιών.
Όπως παρατήρησε η ερευνητική ομάδα, τα παιδιά και οι έφηβοι που έλαβαν θεραπεία υποκατάστασης με βιταμίνη D είχαν σημαντικά χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και σωματικό λίπος, χαμηλότερες συγκεντρώσεις ολικής χοληστερόλης, και υψηλότερες συγκεντρώσεις HDL-χοληστερόλης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, τα άτομα που έλαβαν θεραπεία με βιταμίνη D παρουσίαζαν σε σημαντικά μικρότερο βαθμό άγχος, υπερκινητικότητα, έλλειψη προσοχής και επιθετική συμπεριφορά, γεγονός που υποδεικνύει ότι η βιταμίνη D βελτίωσε τα προβλήματα που σχετίζονται με το άγχος, την συμπεριφορά και το συναίσθημα στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους.
Σύμφωνα με την κ. Χαρμανδάρη, η θεραπεία υποκατάστασης της βιταμίνης D, σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειάς της, ενδεχομένως να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών και μεταβολικών επιπλοκών στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά στην ενήλικη ζωή, καθώς και να βελτιώνει την ψυχική τους υγεία. Όπως είπε, αν και τα αρχικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, ωστόσο, υπάρχει έλλειψη στοιχείων για την ασφάλεια και τις μακροχρόνιες επιδράσεις της υποκατάστασής της, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Παρόλα αυτά, συμβούλευσε του γονείς, αν το παιδί τους είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο, να συμβουλευτούν το γιατρό τους και να προβούν σε μια εξέταση προσδιορισμού των συγκεντρώσεων της βιταμίνης D.