Τον Ιούνιο του 2016 δύο ήταν τα θέματα που κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο στην Αγγλία πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit: το σύνθημα «Take back control» («Να ξαναπάρουμε τον έλεγχο»), δηλαδή η ανάγκη ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας απέναντι στις Βρυξέλλες, και ο φόβος του «Πολωνού υδραυλικού», δηλαδή η ανάγκη ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς το Νησί, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου
Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Τον Ιούνιο του 2016 δύο ήταν τα θέματα που κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο στην Αγγλία πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit: το σύνθημα «Take back control» («Να ξαναπάρουμε τον έλεγχο»), δηλαδή η ανάγκη ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας απέναντι στις Βρυξέλλες, και ο φόβος του «Πολωνού υδραυλικού», δηλαδή η ανάγκη ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς το Νησί. Και τα δύο θέματα προέρχονταν απ’ το κλασικό ρεπερτόριο της ευρωσκεπτικιστικής Δεξιάς και κατόρθωσαν να επικρατήσουν, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα υπέρ της αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε.
Πράγματι, το σύνθημα «Take back control» εξέφραζε τη διάχυτη αίσθηση σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ότι το «γραφειοκρατικό τέρας» Ε.Ε. επιβάλλει υπερβολικά πολλούς κανονισμούς στη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι δεν την αφήνουν να απολαύσει μια νέα περίοδο ανόθευτου υπερκαπιταλισμού, ανεμπόδιστου από περιττές ρυθμίσεις στο περιβάλλον, στα κοινωνικά δικαιώματα, στη δημόσια υγεία και στην προστασία των καταναλωτών. Ταυτόχρονα, τόσο αυτό το θέμα όσο και το θέμα του «Πολωνού υδραυλικού» εξέφραζαν τα πιο εθνικιστικά αισθήματα των Άγγλων που δεν κατάφεραν ποτέ να χωνέψουν το τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Πράγματι, ποτέ δεν επιτρέπεται να επιβάλλονται σε μια αυτοκρατορία μετανάστες λόγω της διεθνούς κίνησης πληθυσμών, αντιθέτως η ίδια και μόνο οφείλει να τους προσκαλεί μονομερώς και μόνο στο μέτρο και για τον χρόνο που τους χρειάζεται ως (φτηνό) εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, αυτή η αγγλική εμμονή των Brexiteers με αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «ρυθμιστική νησιωτικότητα» και με τον πάλαι ποτέ ένδοξο εθνικισμό έχει ήδη στραφεί εναντίον τους. Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της σημερινής κατάστασης, λίγες μέρες πριν από την ιδιαίτερα κρίσιμη ψηφοφορία επί της Συμφωνίας Αποχώρησης του Η.Β. στο βρετανικό Κοινοβούλιο: τα απομεινάρια της βρετανικής αποικιοκρατίας επί ευρωπαϊκού εδάφους τώρα παίρνουν την καθυστερημένη τους εκδίκηση, με την ψήφο ακριβώς των εθνικιστών Άγγλων.
Πράγματι, όπως εξήγησα στο άρθρο μου «Η ιρλανδική τραγική ειρωνεία της Βρετανίας» στη «Ναυτεμπορική» της 26ης Οκτωβρίου, η συμφωνία στην οποία κατέληξε η κ. Theresa May με τον διαπραγματευτή της Ε.Ε. κ. Michel Barnier αποκόπτει ουσιαστικά τη Βόρεια Ιρλανδία από την υπόλοιπη Βρετανία προκειμένου να αποφευχθεί ένα «σκληρό σύνορο» με την Ιρλανδία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σύνολο της ιρλανδικής επικράτειας ενοποιείται τελωνειακά και με όρους εσωτερικής αγοράς, ενώ οι τελωνειακοί έλεγχοι των διασυνοριακά διακινούμενων προϊόντων θα γίνονται στη Θάλασσα της Ιρλανδίας. Αυτό που δεν κατάφερε να επιτύχει με τα όπλα η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του IRA το 1921, το καταφέρνει το 2018 εμμέσως το διεθνές εμπόριο, γι’ αυτό και οι μοναρχιστές Δεξιοί του μικρού ενωτικού κόμματος DUP, οι οποίοι στηρίζουν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση May, θα καταψηφίσουν τη συμφωνία στο Westminster.
Όμως δεν αποτελεί μόνο η Βόρεια Ιρλανδία αποικιοκρατικό κατάλοιπο του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Υπάρχουν και το Γιβραλτάρ και η Κύπρος. Μετά από επιτυχή πολιτικό αγώνα του Ισπανού πρωθυπουργού Pedro Sanchez, προστέθηκε στη Συμφωνία Αποχώρησης του Η.Β. ένα ξεχωριστό πρωτόκολλο για το Γιβραλτάρ. Αυτό προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισπανία είναι υπεύθυνες ώστε να εξασφαλιστεί για το Γιβραλτάρ η απρόσκοπτη συνέχεια των αεροπορικών συνδέσεων, της φορολογίας, της αλιείας και της αστυνομικής συνεργασίας προκειμένου να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των Ισπανών πολιτών και επαγγελματιών που μετακινούνται και εργάζονται καθημερινά στο Γιβραλτάρ, καθώς και των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που έχουν εγκατασταθεί στον Βράχο. Ακόμα χειρότερα για τους Βρετανούς εθνικιστές, στο πρωτόκολλο προβλέπεται ρητά ότι αφού το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την Ε.Ε., καμία συμφωνία ανάμεσα στην Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να ισχύσει για το Γιβραλτάρ χωρίς προηγούμενη συμφωνία ανάμεσα στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Με άλλα λόγια, πάνω από τρεις αιώνες μετά την προσάρτηση του Γιβραλτάρ από τους Βρετανούς το 1704, η Ισπανία αποκτά, με τις ευλογίες μιας βρετανικής κυβέρνησης που επιδιώκει να «ξαναπάρει τον έλεγχο», δικαίωμα βέτο σε όλα τα θέματα που αφορούν το Γιβραλτάρ. Και βεβαίως, η Ισπανία δεν θα παραλείψει να επιβάλει τους δικούς της ρυθμιστικούς και οικονομικούς όρους επί του μέρους που τελεί εν αδυναμία, δηλαδή επί του Η.Β. Τέλος, όσον αφορά την Κύπρο, πολλοί θα θυμούνται ότι το αποθανόν Σχέδιο Ανάν για την επανένωση του νησιού προέβλεπε, σε μία από τις ρήτρες του, ότι το κοινοτικό κεκτημένο, δηλαδή τα δικαιώματα που προβλέπει το δίκαιο της Ε.Ε., δεν θα ισχύει επί του εδάφους των δύο βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια. Στη Συμφωνία Αποχώρησης του Η.Β. προσαρτάται ένα ξεχωριστό πρωτόκολλο και για την Κύπρο.
Αυτό το κείμενο προβλέπει ρητά ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα συνεχίσει να ισχύει στις βρετανικές βάσεις -με εξαίρεση την άμυνα και την ασφάλεια- προκειμένου οι Κύπριοι πολίτες που ζουν ή εργάζονται εκεί να συνεχίσουν να απολαμβάνουν κανονικά τα δικαιώματά τους ως Ευρωπαίοι πολίτες. Και εδώ η τραγική ειρωνεία είναι εμφανής. Το γενικότερο συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του Brexit είναι πως τα συνθήματα και η δημαγωγία των εθνικιστών καταλήγουν συνήθως, αν όχι πάντοτε, σε εθνικές ήττες ή ενίοτε σε καταστροφές. Πρόκειται για έναν από τους σπάνιους νόμους της Ιστορίας, που δυστυχώς όσες φορές και να επαληθευθούν από την εμπειρία, δεν αποτρέπουν την αέναη επανάληψη των ίδιων αυτοκαταστροφικών αυταπατών και συμπεριφορών.