Στα 115 εκατ. ευρώ εκτιμάται η συνολική αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής στην Ελλάδα, επιτυγχάνοντας σημαντικούς ρυθμούς ανόδου, όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, προσδιορίζοντας την αύξηση στο 5% έως 7% σε ετήσια βάση την τελευταία 5ετία. Την ίδια στιγμή, παρά την πλήρη απελευθέρωση του δικτύου διανομής, το 98% των σκευασμάτων εξακολουθεί να διανέμεται μέσα από τα φαρμακεία.
Στα 115 εκατ. ευρώ εκτιμάται η συνολική αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής στην Ελλάδα, επιτυγχάνοντας σημαντικούς ρυθμούς ανόδου, όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, προσδιορίζοντας την αύξηση στο 5% έως 7% σε ετήσια βάση την τελευταία 5ετία. Την ίδια στιγμή, παρά την πλήρη απελευθέρωση του δικτύου διανομής, το 98% των σκευασμάτων εξακολουθεί να διανέμεται μέσα από τα φαρμακεία.
Η αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο ανέρχεται στα 125 δισ. ευρώ και δείχνει ότι τα προϊόντα αυτά παρουσιάζουν ετήσια άνοδο της τάξης του 8%-10%, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι το 2022 αναμένονται συνολικές πωλήσεις της τάξης των 180 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα δείχνει σήμερα να κατέχει λιγότερο από το 1% της συγκεκριμένης αγοράς, γεγονός το οποίο οδηγεί στην εκτίμηση ότι υπάρχουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη σχετική παρουσίαση που έγινε στο πλαίσιο του 18ου Pharmapoint, στη Θεσσαλονίκη, η ανάπτυξη του κλάδου σε διεθνές επίπεδο αποδίδεται στη χρησιμότητα των συστατικών που περιέχουν τα εν λόγω σκευάσματα και τα οποία πολλές φορές χρησιμοποιεί και η φαρμακοβιομηχανία. Η αξία τους είναι ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο σε επίπεδο πρόληψης, αλλά και επίπεδο ενίσχυσης θεραπευτικών σχημάτων.
Η δε εξέλιξη που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, δίνοντας επίσης ώθηση στις πωλήσεις, αφορά κυρίως τον συνδυασμό και τη συνέργεια των συστατικών που περιέχονται στα σκευάσματα.
Παράλληλα, τονίζεται ότι παρά την απόφαση για απελευθέρωση της αγοράς και την πώληση συμπληρωμάτων από άλλα εμπορικά σημεία εκτός των φαρμακείων, τα εν λόγω σκευάσματα διατηρούν ως κύριο κανάλι διακίνησης τα φαρμακεία. Εκτιμάται ότι το 98% των συμπληρωμάτων διατροφής που καταμετρούν πάνω από 1.000 μοναδικούς κωδικούς στην Ελλάδα διακινείται από το δίκτυο των φαρμακείων. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, τα εν λόγω προϊόντα έχουν ανάγκη τις γνώσεις του φαρμακοποιού και γι’ αυτό το άνοιγμα της αγοράς δεν θεωρείται επιτυχημένο.
Όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς, κυρίαρχα είναι τα σκευάσματα των βιταμινών με 21% και των πολυβιταμινών με 20%. Η συγκεκριμένη κατηγορία κινήθηκε μάλιστα με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 20% τα τελευταία χρόνια.
Ακολουθούν τα Ω - λιπαρά οξέα με μερίδιο 15% και άνοδο 25%. Σταθερή φαίνεται με μερίδιο 15% η κατηγορία των συμπληρωμάτων που αφορούν τις αρθρώσεις, ενώ άνοδο 24% σημειώνει η κατηγορία των προβιοτικών, που πλέον έχει μερίδιο 8%. Τα σκευάσματα που τονώνουν το ανοσοποιητικό έχουν μερίδιο 5% και σημειώνουν άνοδο 15%, ενώ τα ειδικά σκευάσματα για τη γυναικεία υγεία και ομορφιά έχουν μερίδιο 3% και 6% αντίστοιχα και κινούνται με άνοδο 10%.
Η αυξητική πορεία των πωλήσεων συμπληρωμάτων αποδίδεται στο γεγονός ότι σήμερα τα φαρμακεία εστιάζουν σημαντικά σ’ αυτόν τον τομέα. Όπως αναφέρθηκε, σήμερα μόλις το 20% του χώρου ενός φαρμακείου καλύπτεται από τη «συρταριέρα» των συνταγογραφούμενων σκευασμάτων και των ΜΗΣΥΦΑ, ενώ το υπόλοιπο προσφέρεται για άλλα προϊόντα, με κυριότερα τα συμπληρώματα και τα καλλυντικά.
Έρευνα
Σχετικά με τις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, αξίζει να αναφερθεί η έρευνα της Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας ΑΚΟΣ και του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) όπου διερευνούν τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές υγιών και ασθενών ενηλίκων, αναφορικά με τα συμπληρώματα διατροφής και τη χρήση τους: αν κάνουν χρήση συμπληρωμάτων, τι είδους, με ποια συχνότητα, για ποιους λόγους αλλά και αν ενημερώνουν τον θεράποντα ιατρό τους για τη λήψη τους.
Ωμέγα 3 Λιπαρά οξέα (29%), προβιοτικά (17%), ασβέστιο (15%) και μαγνήσιο (14%) είναι τα συμπληρώματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση. Ακολουθούν πρωτεΐνες (13%), σπιρουλίνα (11%), αμινοξέα (7%), κολλαγόνο (6%) και το συνένζυμο Q10 (3%). Δημοφιλέστερες είναι οι βιταμίνες C και D (από 19% αντίστοιχα) και ακολουθούν το σύμπλεγμα βιταμινών Β (9%), Β12 (7%), Ε (5%), Β6 (4%) και Α (3%) και Κ (2%).
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία (76%) οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι τρέφονται υγιεινά. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία (72%) δεν άλλαξαν διατροφή τον τελευταίο χρόνο επειδή δεν χρειάστηκε.
Το 10% απαντά ότι δεν το πρότεινε ο θεράπων ιατρός του. Όσοι άλλαξαν τη διατροφή τους τον τελευταίο χρόνο, το έπραξαν κυρίως με τη βοήθεια ειδικών: είτε διαιτολόγου/διατροφολόγου (45%) είτε θεράποντα ιατρού (44%). Ένα ποσοστό αναζήτησε οδηγίες στο διαδίκτυο (28%) ή απευθύνθηκε σε εναλλακτικό επιστήμονα (15%).
Μικρότερο ποσοστό απευθύνθηκε σε φίλους (10%). Το 57% δεν λαμβάνει φάρμακα σε καθημερινή βάση, ενώ το 52% λαμβάνει συμπληρώματα διατροφής. Ένα μεγάλο ποσοστό (72%) απ’ όσους δεν λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής, ενδιαφέρεται να τα δοκιμάσει. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία χρησιμοποιούν συμπληρώματα διατροφής για να βελτιώσουν την ποιότητα ζωή τους (82%). Περίπου ένας στους δύο τα χρησιμοποιεί για προληπτικούς λόγους (55%), αλλά και για την πρόληψη του καρκίνου (32%).
Σημαντική και η αντιγηραντική τους δράση (24%). Το 52% ξεκίνησε να λαμβάνει συμπληρώματα διατροφής όταν έμαθε ότι βελτιώνουν την υγεία. Σημαντικό ποσοστό (41%) ανέφερε ότι άρχισε να τα χρησιμοποιεί όταν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα υγείας και το 11% από τότε που ασθένησε πρόσωπο του συγγενικού του περιβάλλοντος.
Περίπου οι μισοί (44%) επιλέγουν συμπληρώματα διατροφής με βάση τις ιδιότητες του σκευάσματος, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η σύστασή του (22%). Μόνο το 12% επηρεάζεται από το κόστος του.
Μικρότερο ποσοστό επιλέγει ευκαιριακά (5%) ή βάσει διαφήμισης (5%). Αναφορικά με τα κριτήρια επιλογής συμπληρωμάτων διατροφής, περίπου οι μισοί (48%) αναφέρουν την ασφάλεια και την υγιεινή του σημείου πώλησης, το 23% την ευκολία στην εύρεση και αγορά τους, το 21% την τιμή και το 25% την επωνυμία τους. Φαρμακοποιός και γιατρός -κατά 33% αντίστοιχα- υπέδειξαν στους συμμετέχοντες στην έρευνα τη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής. Περίπου οκτώ στους δέκα (77%) υποστηρίζουν ότι έχουν ενημερώσει τον θεράποντα ιατρό τους για το ότι λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής.
Από το 23% που επέλεξε να μην τον ενημερώσει, περίπου οι μισοί το έπραξαν γιατί φοβήθηκαν τα αρνητικά του σχόλια. Ένα υψηλό ποσοστό (45%) αναφέρει ότι ο γιατρός του δεν γνωρίζει αρκετά επί των συμπληρωμάτων διατροφής για να κατευθύνει ή ότι δεν εμπιστεύονται την κρίση του επί του θέματος (33%).
Περίπου 6 στους 10 αγοράζουν συμπληρώματα διατροφής για άλλο μέλος της οικογένειάς τους, συνήθως για σύζυγο/σύντροφό (60%), γονείς (42%) ή παιδιά/βρέφη (22%). Πάνω από τους μισούς δαπανούν έως 25 ευρώ το μήνα για την αγορά συμπληρωμάτων διατροφής. Το 19% δαπανά μηνιαίως από 25 έως 50 ευρώ και το 18% από 50 έως 100 ευρώ.
Περίπου το 7% δαπανά από 100 έως 150 ευρώ το μήνα και μόνο το 2% διαθέτει πάνω από 150 ευρώ το μήνα για την αγορά συμπληρωμάτων διατροφής. Το 32% πιστεύει ότι μπορεί να αντικαταστήσει τα συμπληρώματα διατροφής με σωστή και υγιεινή διατροφή.
Αντίστοιχο ποσοστό θεωρεί ότι είναι καλύτερο να αγοράζεις συμπληρώματα διατροφής από το φαρμακείο. Το 29% θα αγόραζε μόνο επώνυμα συμπληρώματα διατροφής από γνωστές εταιρείες, ενώ το 23% θεωρεί ότι είναι πολύ ακριβά.