Δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, κοσμηματοπωλεία και εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στο κέντρο της Αθήνας, στα προάστια, αλλά και στην επαρχία, φαίνεται να έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με τη δράση των δύο οργανώσεων που εξάρθρωσε η αστυνομία σχετικά με την «υπόθεση χρυσού».
Δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, κοσμηματοπωλεία και εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στο κέντρο της Αθήνας, στα προάστια, αλλά και στην επαρχία, φαίνεται να έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με τη δράση των δύο οργανώσεων που εξάρθρωσε η αστυνομία σχετικά με την «υπόθεση χρυσού».
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι οργανώσεις είχαν τεράστια δίκτυα επιχειρήσεων που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς συλλογής χρυσών και πολύτιμων αντικειμένων, αλλά επίσης και εξαιρετικά διευρυμένα δίκτυα για το «ξέπλυμα» των χρημάτων που αποκόμιζαν, κάνοντας παράνομη εξαγωγή σε τρίτη χώρα «σκραπ» χρυσού. Δίκτυα που περιλαμβάνουν πλαστά τιμολόγια, κερδισμένα δελτία ΠΡΟ-ΠΟ, Κινέζους χονδρέμπορους ρούχων, συμμετοχές σε εταιρείες, κτηματομεσιτικά κ.ά.
Η ζημιά του Δημοσίου είναι μέχρι στιγμής ανυπολόγιστη, αλλά σίγουρα εκτιμάται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. Η αστυνομία θεωρεί πως μόνο για το διάστημα Ιούνιος-Οκτώβριος 2018 οι απώλειες του κράτους από τη λαθρεμπορία χρυσού προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ από κάθε ομάδα.
Η λειτουργία των ομάδων έχει δράση που χρονικά φαίνεται να υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ενώ, σύμφωνα με το διαβιβαστικό που απεστάλη στον εισαγγελέα, ταυτίζεται πλήρως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, με τον ορισμό του «οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος». Υπό συνθήκες μαφιόζικων οργανώσεων, η μία ομάδα όχι μόνο δεν ανακατευόταν στις δράσεις της άλλης, αλλά οι δυο τους είχαν συστήσει και καρτέλ, ώστε να έχουν κοινές τιμές αγοράς χρυσού, μειωμένες κατά πολύ από τη χρηματιστηριακή ημερήσια αξία του μετάλλου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, οι δύο ομάδες δρούσαν αυτοτελώς η μία από την άλλη, ως προς τη συγκρότηση και διαχείριση των κεφαλαίων, πλην όμως η δράση τής κάθε μιας ήταν σε γνώση της άλλης. Μάλιστα, τα αρχηγικά μέλη των οργανώσεων είχαν συμφωνήσει στην τιμή αγοράς του χρυσού, με σκοπό την απαλοιφή του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Οι αρχηγοί των δύο ομάδων φαίνεται να είχαν συμφωνήσει ότι η τιμή που θα αγόραζαν τον χρυσό, είτε από πολίτες που είχαν ανάγκη, είτε από κλεπταποδόχους, θα ήταν «1.000 μονάδες κάτω από την τιμή ταμπλό». Η ημερήσια διακίνηση χρημάτων των δύο ομάδων υπολογίζεται σε ποσά που υπερβαίνουν τις 400.000 ευρώ.
Η «αριστουργηματικά οργανωμένη» ομάδα του γνωστού ενεχυροδανειστή
Η πρώτη οργάνωση. που αφορά το γνωστό δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων, φαίνεται να διακινούσε καθημερινά απίστευτα για την εποχή χρηματικά ποσά. Τα μεγέθη των χρημάτων είναι τέτοια, που θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά που απαιτεί η λειτουργία μιας μεγάλης βιομηχανίας. Στα στοιχεία της αστυνομίας αναφέρεται πως μόνο για τη λειτουργία των 88 καταστημάτων του γνωστού ενεχυροδανειστή, καθημερινά διέθεταν ποσό άνω των 100.000 ευρώ. Μάλιστα, στο διαβιβαστικό της αστυνομίας, σύμφωνα με πληροφορίες, η εν λόγω οργάνωση χαρακτηρίζεται ως «αριστουργηματικά οργανωμένη».
Η οργάνωση διέθετε χυτήριο, το οποίο λειτουργούσε στην οδό Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλους χώρους για τις συναντήσεις των μελών της. Μετά τη μετατροπή των κοσμημάτων σε πλάκες χρυσού, το μέταλλο έφευγε από τη χώρα για την Τουρκία είτε «νομιμοφανώς», δηλαδή μέσω Τελωνείου του Αεροδρομίου, είτε παράνομα, μέσω της λεωφορειακής γραμμής Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
Η οργάνωση φαίνεται να διοικείται από τον ενεχυροδανειστή και έναν Σύρο πολίτη, ο οποίος, σύμφωνα με την αστυνομία, είχε ρόλο «επιχειρησιακού αρχηγού».
Ο κατηγορούμενος αλλοδαπός φέρεται ειδικός στα πολύτιμα μέταλλα, «αυθεντία στον χρυσό», με ευρεία γκάμα γνωριμιών, όπως ο δήμαρχος μεγάλης τουρκικής πόλης που φαίνεται ότι, μέσω τρίτου, απευθύνθηκε πρόσφατα σε αυτόν. Ο Τούρκος δήμαρχος φέρεται να ενδιαφέρθηκε να του παραδώσει στην Ελλάδα ποσό περίπου 130.000 ευρώ, που είχε στην Ελβετία για να τα πάρει στην Τουρκία, όταν σημειώθηκε απώλεια στην τιμή της τουρκικής λίρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον τέσσερα συνεργαζόμενα καταστήματα ή εταιρείες στην Τουρκία, τα οποία παραλάμβαναν «νομιμοφανώς μέσω τελωνείου ποσότητες χρυσού».
Σύμφωνα με τη δικογραφία, για το ξέπλυμα χρημάτων δημιουργήθηκε εταιρεία εμπορίας ρολογιών, στην οποία συμμετείχε ένα μέλος της κι ένας γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο του χρυσού. Το σχήμα αυτό φαίνεται να πέτυχε την παρουσία του, με κατάστημα, σε πολύ γνωστό ξενοδοχείο της Αττικής.
Ο αρχηγός της ομάδας, που διαφήμιζε ο ίδιος τα καταστήματά του, φαίνεται να είχε κάνει συμφωνία με γνωστό παρουσιαστή τηλεοπτικής εκπομπής για την προβολή του, συμφωνία από την οποία «προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις» για παράνομες πληρωμές με «μαύρα ποσά».
Η σύμπραξη με Κινέζους χονδρέμπορους
Στη δικογραφία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στους τρόπους που νομιμοποιούνταν το εξαιρετικά «άφθονο χρήμα» που αποκόμιζε η ομάδα, είτε μέσω αγοράς πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών, είτε με «επέκταση και ίδρυση επιχειρήσεων ή χρηματοδότηση με μεγάλα κεφάλαια εταιρειών» σε διάφορους τομείς, όπως οδικές μεταφορές κλπ. Στις μεθόδους ξεπλύματος καταγράφονται και οι αγορές κερδισμένων δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ κ.ά.
Για τις Αρχές ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που οι δράστες εισήγαγαν στην Ελλάδα τα χρήματα, από την πώληση του παράνομου χρυσού στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομικής έρευνας, για το σκέλος αυτό της δράσης της «αριστουργηματικά οργανωμένης ομάδας» είχαν επιστρατευθεί Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων. Η ομάδα των λαθρεμπόρων φέρεται να τους έδινε τα παράνομα χρήματα σε κινέζικο νόμισμα, το οποίο στη συνέχεια καταβάλλονταν για την αγορά ρούχων. Όταν το εμπόρευμα ερχόταν στην Ελλάδα, οι Κινέζοι κατέβαλαν στην ομάδα το αντίτιμο των παραγγελιών τους σε ευρώ. Η εν λόγω σύμπραξη φαίνεται πως εξυπηρετούσε αμφότερες τις πλευρές, καθώς από την μία «εξανέμιζε τα ρίσκα της μεταφοράς χρημάτων» που στόχευαν οι λαθρέμποροι χρυσού, από την άλλη «έσπαγε τα κινεζικά capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά "μαύρων" προϊόντων και στην αποφυγή καταβολής ποσών που θα ήταν απαραίτητα μέσω τραπεζικού συστήματος».
Στην πρώτη ομάδα μεταξύ των κατηγορουμένων είναι και αστυνομικός, που υπηρετεί στην υπηρεσία Προστασίας Επισήμων, ο οποίος φαίνεται πως μιλούσε απευθείας με τον ενεχυροδανειστή, δίνοντάς του υπηρεσιακές πληροφορίες.
Η πληρωμή των υπαλλήλων της αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων
Από την καταγραφή των τηλεφωνημάτων της ομάδας προέκυψε πως οι υπάλληλοι της γνωστής αλυσίδας ενεχύρων πληρώνονταν κυρίως με «μαύρα χρήματα», εμφανιζόμενοι ότι έχουν τον βασικό μισθό. Συγκεκριμένα, υπάλληλοι των καταστημάτων της εταιρείας στην Αττική εμφανίζονται να έχουν μισθό 450 ευρώ τον μήνα, που τους καταβάλλονταν τραπεζικά. Στην πραγματικότητα, η πληρωμή τους ήταν 50 ευρώ ημερησίως, δηλαδή περίπου 1.000 ευρώ μηνιαίως. Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, οι υπάλληλοι συμπλήρωναν το πραγματικό μηνιαίο ποσό πληρωμής τους από τα 3.000 ευρώ που τους παραδίδονταν κάθε μέρα για τις αγορές χρυσού.
Η ομάδα της τοκογλυφίας και των πειραγμένων φασματογράφων
Η δεύτερη ομάδα δρούσε υπό την σκέπη «νομιμοφανούς επιχείρησης εμπορίας χρυσού», στην οδό Πραξιτέλους. Η ομάδα διέθετε και άλλη μία επιχείρηση, που ειδικευόταν στην φασματομέτρηση μετάλλων. Σύμφωνα με τη δικογραφία, αναλάμβανε μεταξύ άλλων «ρευστοποίηση επιταγών έναντι τόκου», ενώ οι αγορές σε χρυσό που πραγματοποιούσε ημερησίως ξεπερνούσαν τις 30.000 ευρώ. Στην οργάνωση μετείχε και μέλος, μόνιμος κάτοικος Βόρειας Ελλάδας, που κάθε βδομάδα παρέδιδε κοσμήματα και πληρωνόταν σε λίρες. Η πληρωμή του κατά μέσο όρο ήταν 250 λίρες την εβδομάδα. Στη συλλογή χρυσού εμπλέκεται και σε αυτήν την περίπτωση μεγάλος αριθμός καταστημάτων ενεχύρων και αγοράς χρυσού, αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα που συνδέονται με «αγνώστου προέλευσης κοσμήματα».
Η δικογραφία αναφέρει πως μέλη της οργάνωσης είχαν παρέμβει στο λογισμικό φασματογράφων, ώστε να έχει δυνατότητα να κλέβει «ως και 20 βαθμούς καθαρότητας χρυσού». Αυτό σημαίνει πως η ομάδα υποτιμούσε την αξία κοσμημάτων, ώστε να καρπώνεται τη διαφορά από την πραγματική αξία. Και αυτή η οργάνωση είχε συνεργασία με δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, αλλά και με μεμονωμένους πωλητές που μετέτρεπαν κοσμήματα σε χρυσό σε δικούς τους χώρους και πιθανότατα σχετίζονται με κλοπιμαία. Διέθετε ωστόσο και δικά της χυτήρια.
Για τη νομιμοποίηση των παράνομων χρημάτων από την πώληση στην Τουρκία, αυτή η οργάνωση φαίνεται να προτιμούσε τη μεταφορά τους μέσω μέλους της, μόνιμου κάτοικου Κωνσταντινούπολης ιδιοκτήτη κοσμηματοπωλείου, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούσε και αυτή, όπως και η πρώτη ομάδα, τη μέθοδο των «Κινέζων εμπόρων». Εξέδιδε, επίσης, πλαστά παραστατικά, ώστε να πληρώνει ΦΠΑ, δημιουργούσε εταιρίες κ.ά. Η οργάνωση φαίνεται να είχε ενδιαφερθεί για την αγορά εμπορικού ακινήτου στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο αρχηγός της σχεδίαζε την αγορά πολυτελούς κατοικίας στη Μύκονο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, μόνο το διάστημα Ιουνίου-Οκτωβρίου 2018 το κύκλωμα εξήγαγε παράνομα στην Τουρκία χρυσό αξίας 2,5 εκατομμυρίων ευρώ, με τις απώλειες του Κράτους να φθάνουν σε περίπου 600.000 ευρώ.
Πηγή: ΑΜΠΕ