Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο -επίπτωση, κι αυτή, της κάποιας επανόδου στην κανονικότητα!-, αλλά την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκε η έγκριση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο -επίπτωση, κι αυτή, της κάποιας επανόδου στην κανονικότητα!-, αλλά την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκε η έγκριση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Σημειώστε κάποιες λεπτομέρειες: η έγκριση ανακοινώθηκε σε επίπεδο ESM, γι’ αυτό άλλωστε και έγινε γνωστή διά χειλέων Κλάους Ρέγκλινγκ, όμως θεσμικά ήταν απόφαση του Συμβουλίου Διοικητών του EFSF, έπειτα από πολιτική ευλογία του Eurogroup - υπόμνηση όλο αυτό το σχήμα τού πόσο πολύπλοκη υπήρξε η «διάσωση» της Ελλάδας από το 2010 και μετά… Μην παραβλέψετε και το άλλο όμως: το καίριο Eurogroup ήταν πριν από 5 μήνες, τον Ιούνιο 2018, ενώ η ολοκλήρωση της διαδικασίας ήρθε μόνον τώρα. Κι αυτό ένα δείγμα της πολυπλοκότητας, αλλά και μια έμμεση εξήγηση γιατί το τμήμα εκείνο της κυβέρνησης που είναι εκτεθειμένο στη διαπραγματευτική πραγματικότητα με τους «εταίρους» -Ευκλείδης Τσακαλώτος, Γιώργος Χουλιαράκης, Δημήτρης Λιάκος- ήταν εξαιρετικά προσεκτικό ως προς τις τοποθετήσεις περί πορείας σε μεταμνημονιακή εποχή.
Πάντως, επειδή τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους έκαναν 6 ολόκληρα χρόνια για να ωριμάσουν (από τότε που δόθηκε η πρώτη υπόσχεση στην κυβέρνηση Σαμαρά - Στουρνάρα, μετά το δίδυμο PSI και το κλείσιμο του δεύτερου μνημονίου…), ας τα ξαναθυμηθούμε. Μιλάμε για 10ετές «πάγωμα» του εκτοκισμού και των τοκοχρεωλυτικών δόσεων επί των κάπου 95 δισ. ευρώ του μεγάλου δανείου EFSF, με αντίστοιχα 10ετή παράταση της μέσης διαρκείας των επιμέρους συνιστωσών του (που ξεπερνούν και τα 40 χρόνια), συν για κατάργηση της ποινής (ευγενικά λέγεται step-up) επιτοκίου του δανείου που δόθηκε τέλη 2012 στα πλαίσια του PSI-II για την επαναγορά χρέους, όταν φάνηκαν τα κάποια συντρίμμια του PSI-I, και που θα μας βάρυνε τώρα, στο διάστημα 2018-22.
Ο καλός εκείνος ο Κλάους Ρέγκλινγκ φρόντισε να μας θυμίσει τους υπολογισμούς ESM, ότι δηλαδή αυτά σημαίνουν μείωση του λόγου ελληνικού χρέους/ΑΕΠ κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες άμα αντέχει κανείς να βλέπει σε βάθος ορίζοντα 2060 (θα τα ξαναπούμε το 2030-32, υποτίθεται, για τα μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης), ή πάλι συμπίεση των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι και κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να μένουν κάτω του 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση στο άμεσο μέλλον (με 20% οροφή μακροπρόθεσμα). Ενώ όμως ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο υποδέχθηκε την είδηση -που σ’ εμάς «πνίγηκε» κάτω από τη βαβούρα περί της μη μείωσης των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων και την ανεπιφύλακτη έγκριση του Προϋπολογισμού 2019- με ένα «good news for Greece», ο Ρέγκλινγκ έκρινε επάναγκες να θυμίσει ότι η άρση του step-up διατηρεί ακόμη ένα στοιχείο αιρεσιμότητας/conditionality: την τήρηση των βασικών μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στα πλαίσια του Προγράμματος Προσαρμογής.
Το ίδιο άλλωστε ίσχυσε -και το είδαμε στην πράξη- και προκειμένου περί της επιστροφής από τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά εκείνα ομόλογα που αγοράστηκαν σε τιμές κατάρρευσης (SMPs και ANFAs), όταν είχε επιχειρηθεί διάσωση της Ελλάδας στο χείλος του γκρεμού των αγορών.
Καθώς η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση από την Επιτροπή στα πλαίσια της ενισχυμένης παρακολούθησης/enhanced surveillance δεν ήταν και τόσο ενθουσιώδης, με αναφορές στις καθυστερήσεις ιδιωτικοποιήσεων στο Ελληνικό ή τις λιγνιτικές μονάδες ή την Εγνατία ή τη ΔΕΠΑ, ή πάλι στη μη ολοκλήρωση της στελέχωσης της ΑΑΔΕ, η πρώτη εξαμηνιαία δόση επιστροφής 600 εκατ. ευρώ σπρώχτηκε για τις αρχές 2019. Θεωρούμε ότι η καθυστέρηση υπήρξε αμοιβαία συμφωνημένη. (Να θυμηθούμε, εδώ, ότι αυτά τα κέρδη θα αξιοποιηθούν ως φαίνεται -αν και «ελεύθερα», κανονικά- για πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ, που κουβαλάνε επιτόκιο μέχρι 5% και, για το 2019, είναι κάπου 1,8 δισ. ευρώ). Πάντως, η κυριότερη εκκρεμότητα που μένει για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση είναι (ποια άλλη!) η μείωση των NPLs/NPEs των τραπεζών. Δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η εξασφάλιση ενός μίνιμουμ ευστάθειας του τραπεζικού συστήματος.
Εδώ, λοιπόν, εκεί δηλαδή όπου το παρελθόν συναντά επίφοβα το μέλλον, η υποδοχή των προτάσεων Στουρνάρα/ΤτΕ αφενός και ΤΧΣ αφετέρου για άμεση μείωση των «κόκκινων» δανείων προβληματίζει. Η χρήση του αναβαλλόμενου φόρου για εγγύηση στο πακετάρισμα δανείων και διάθεση στην αγορά προϋποθέτει… την αποδοχή των αγορών. Κυρίως όμως κουβαλάει εγγύηση του Δημοσίου, άρα δυνητικό κόστος στον φορολογούμενο.
Η χρήση μέρους από το «μαξιλαράκι» προσκρούει πάλι στην απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων. Όμως το χειρότερο -το ξαναλέμε!- είναι να συνεχίζεται η συζήτηση και να μη γίνεται τίποτε.