Ο κόσμος συγχέει συνήθως τις προθέσεις με τ’ αποτελέσματα. Νομίζει ότι αρκεί να έχεις έντιμα αισθήματα για να κάνεις καλή συμφωνία, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ο κόσμος συγχέει συνήθως τις προθέσεις με τ’ αποτελέσματα. Νομίζει ότι αρκεί να έχεις έντιμα αισθήματα για να κάνεις καλή συμφωνία. Όπως θα λέγαμε για έναν ζωγράφο, αρκεί να ζωγραφίσει ένα ωραίο τοπίο για να κάνει ωραία ζωγραφική. Αρκεί να βάλεις στο κείμενο τις λέξεις «δίκαιη» και «αμοιβαία επωφελής», για να πείσεις ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για λύσεις;
Τι είδους λύσεις; Παρόμοιες με των ζευγαριών, που προσποιούνται πως είναι σε διάσταση για να έχουν φορολογικές απαλλαγές και να παίρνουν κοινωνικά επιδόματα ή να συνεχίσει να μισθοδοτείται από το κράτος το ιερατείο, να διαχειρίζεται επιχορηγήσεις και κοινοτικά προγράμματα για πρωτοβουλίες κοινωνικής πρόνοιας;
Κακά τα ψέματα, όταν οι ιδέες είναι μόνο που βαρύνουν σε μια συμφωνία ή πρόθεση συμφωνίας ή βήμα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, και όχι ο τρόπος που διατυπώνονται, κάτι χάνεται.
Η ουσία, που δεν έχει να κάνει με προνομίες και εξουσιαστικές φιλοδοξίες. Με μικροπολιτική, μπακαλική ή λογιστική. Με του μητροπολίτη την υπερεξουσία κατά την καταβολή του μισθού ή με δελφίνους, επιγόνους και διαδόχους. Με άθεους και ένθεους. Με φάτνες και σταυρούς. Με τη Γερμανία, όπου η Καθολική και η Ευαγγελική Εκκλησία έχουν ένα είδος «εταιρικής σχέσης» με την Πολιτεία, και πια το μάθαμε καλά ότι οι εγγεγραμμένοι πιστοί καταβάλλουν μεν «εκκλησιαστικό φόρο», αλλά το γερμανικό κράτος είναι υποχρεωμένο να πληρώνει ετησίως εκατομμύρια ευρώ στις δύο Εκκλησίες, γιατί από τα άγρια έργα και τις βάρβαρες ημέρες στερήθηκαν περιουσία.
Επιστροφή στον κώδικα ελληνικής τυπολογίας, όπου όλος ο ντόρος γίνεται για της μισθοδοσίας τη σωτηρία. Πού είναι μέσα στον θόρυβο των ημερών η κοινωνία, την οποία και οι δύο θεσμοί οφείλουν να υπηρετούν; Χρησιμεύει ως απλό φόντο στους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Μιας ιστορίας, που προτάσσει τις οικονομικές σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους από τη συνταγματική αναρρύθμιση των θεσμικών τους σχέσεων. Αλλά με την κοινωνία, καθώς δεν είναι διαχειριστές αυθυπόστατης εξουσίας.