H Ιταλία επιμένει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού της και η Κομισιόν θα αποφασίσει αύριο τι διαδικασία θα κινήσει κατά του «δημοσιονομικού αντάρτη», γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
H Ιταλία επιμένει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού της και η Κομισιόν θα αποφασίσει αύριο τι διαδικασία θα κινήσει κατά του «δημοσιονομικού αντάρτη». Και μέσα σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον, Γαλλία και Γερμανία αντιτείνουν έναν κοινό προϋπολογισμό ικανό να χρηματοδοτεί επενδύσεις στην Ε.Ε. με τα κεφάλαια να είναι διαθέσιμα μόνο σε αυτούς που συμμορφώνονται με τους δημοσιονομικούς κανονισμούς. Πρόκειται θεωρητικά για μία ωραία ιδέα, αλλά απογοητευτική στην ουσία.
Η πρόταση ωχριά μπροστά στην αρχική ιδέα του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για έναν κοινό προϋπολογισμό αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, υπό την εποπτεία ενός μόνιμου υπουργού Οικονομικών. Ο νέος προϋπολογισμός θα στηρίζεται στις υπάρχουσες δομές και θα εποπτεύεται από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης με σταθερά την έγκριση της Κομισιόν. Ο Μακρόν υπαναχώρησε των φιλόδοξων σχεδίων του για την ενοποίηση της Ευρωζώνης, μετά την πολιτική αποδυνάμωση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ. Στην καλύτερη περίπτωση, η επανεκκίνηση της ιδέας δείχνει απλά ότι ο γαλλο-γερμανικός άξονας εξακολουθεί να υφίσταται. Υπάρχουν βεβαίως θετικά σημεία, για παράδειγμα, η χρηματοδότηση επενδύσεων σε τομείς, όπως η έρευνα, που συνήθως οι κυβερνήσεις παραμελούν σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης. Και επειδή η πρόσβαση στα κονδύλια θα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμμόρφωση στους δημοσιονομικούς κανονισμούς, θα μπορούσε να ενθαρρύνει την πειθαρχία από τις χώρες-μέλη.
Και μετά μία σειρά από ερωτήματα. Πώς αυτός ο προϋπολογισμός θα χρηματοδοτείται, πόσο μεγάλος θα είναι και πώς θα κατανέμονται τα κονδύλια; Οι αντίθετες στις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις χώρες της Β. Ευρώπης θα περιορίσουν πιθανότατα τη συμμετοχή τους. Επίσης, οι δημόσιες επενδύσεις στην Ευρωζώνη ως αναλογία του ΑΕΠ θα είναι φέτος 0,5% χαμηλότερες από τα προ της κρίσης επίπεδα, σύμφωνα με την Κομισιόν. Άλλωστε ένας κοινός προϋπολογισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «εργαλείο άμβλυνσης προβλημάτων»: κεφάλαια θα μπορούσαν να διοχετεύονται προς τα πιο αδύναμα μέλη του ευρώ, σε δύσκολες περιόδους και αυτό θα ήταν το ιδανικό. Υπάρχει και το θέμα της σύνδεσης της χρηματοδότησης με τη συμμόρφωση στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. Πώς θα μπορούσε αλήθεια να χρησιμοποιηθεί στα χέρια των Ευρωσκεπτικιστών;
Ο κοινός προϋπολογισμός θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή αρχή, όχι όμως αρκετή για τη θωράκιση της Ευρωζώνης από την επόμενη κρίση. Η μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης δεν θα πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά επιτακτική ανάγκη για την απασχόληση, την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικονομική σύγκλιση και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι αναγκαίο να γίνει πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, για να μπορεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις και να κρατά ενωμένη την Ευρωζώνη.