Αφιερώματα
Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2018 16:41

Νέα πρόκληση για την εγχώρια οικονομία αποτελεί η υδροπονική καλλιέργεια

Σε νέο Ελ Ντοράντο για τις επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα μπορεί να αναδειχθεί η υδροπονική καλλιέργεια, η ανάπτυξη της οποίας πέρα από τεράστιες προοπτικές στη χώρα αφήνει υψηλές «αποδόσεις» στην εγχώρια οικονομία. Και αυτό γιατί η φιλοσοφία πίσω από την δραστηριοποίηση στην υδροπονική καλλιέργεια είναι το γεγονός ότι πρόκειται για μια μέθοδο που επί της ουσίας εκμεταλλεύεται τα μη παραγωγικά εδάφη, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό το δρόμο για να απορροφηθούν κεφάλαια σε έναν τομέα που δεν υπάρχει κανένας κορεσμός.

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

Σε νέο Ελ Ντοράντο για τις επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα μπορεί να αναδειχθεί η υδροπονική καλλιέργεια, η ανάπτυξη της οποίας πέρα από τεράστιες προοπτικές στη χώρα αφήνει υψηλές «αποδόσεις» στην εγχώρια οικονομία. Και αυτό γιατί η φιλοσοφία πίσω από την δραστηριοποίηση στην υδροπονική καλλιέργεια είναι το γεγονός ότι πρόκειται για μια μέθοδο που επί της ουσίας εκμεταλλεύεται τα μη παραγωγικά εδάφη, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό το δρόμο για να απορροφηθούν κεφάλαια σε έναν τομέα που δεν υπάρχει κανένας κορεσμός. Παράλληλα, η αξιοποίηση των μη καλλιεργήσιμων γαιών για την ανάπτυξη οποιουδήποτε μονοετούς φυτού, απελευθερώνει την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος παραγωγικών στρεμμάτων με αποτέλεσμα να ενισχύεται περισσότερο η δυναμική της εγχώριας γεωργίας. Η υδροπονία είναι μια δραστηριότητα εντάσεως κεφαλαίου, που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην εγχώρια γεωργία. Ωστόσο μπορεί να υποστηριχθεί από τη γεωμορφολογία του ελληνικού εδάφους δεδομένου ότι  μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και στα νησιά, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την άρδευση ακόμη και με ανακυκλούμενο νερό.  

Η σύγχρονη μέθοδος της υδροπονίας επιτρέπει τον απόλυτο έλεγχο της θρέψης των φυτών με αποτέλεσμα τη βελτιστοποίηση του ελέγχου των συνθηκών ανάπτυξης των φυτών.

Ταυτόχρονα με την υδροπονία αποφεύγονται τα συχνά προβλήματα ποιότητας του νερού και της γονιμότητας και παθογένειας του εδάφους. Έτσι, πολλαπλασιάζεται η παραγόμενη ποσότητα, ανεβαίνει η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και μειώνεται το κόστος παραγωγής.

Η επέκταση των υδροπονικών καλλιεργειών θα μπορούσε επίσης να δώσει λύσεις σε μια σειρά από περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων, αλλά και της υπερκατανάλωσης νερού για άρδευση, ιδιαίτερα σε περιόδους παρατεταμένης λειψυδρίας. Όπως αναφέρουν ειδικοί επιστήμονες, αν όλες οι καλλιέργειες της Ελλάδας ήταν υδροπονικές, τότε το 85% που καταναλώνει σήμερα ο αγροτικός τομέας σε νερό θα γινόταν αυτόματα 50%. 

Στο παιχνίδι της υδροπονίας έχουν εισέλθει από το 2006 σειρά από επιχειρηματίες, αρκετοί εκ των οποίων προερχόμενοι από κλάδους «ξένους» προς την παραγωγή τροφίμων, υλοποιώντας επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ. Τα περισσότερα συγκροτήματα της κατηγορίας αυτής είναι συγκεντρωμένα στη Βόρεια και Βορειοανατολική Ελλάδα. Τις επιχειρηματικές ευκαιρίες «είδε» πρώτος ο όμιλος ΙΤΑ μέσω της θυγατρικής του. Θερμοκήπια ωστόσο σταδιακά προστέθηκαν στη Wonderplant, οι επενδύσεις του ομίλου Ευθυμιάδη (Lucia), τα Θερμοκήπια Σαββίδη (Dramello Fresh) και το κοινό πρότζεκτ των Πλαστικά Θράκης και Έλαστρον («Κήπος της Θράκης»). Παράλληλα, στην ελληνική περιφέρεια υλοποιούνται το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερες αξιόλογες μικρομεσαίες μονάδες όπως τα θερμοκήπια της ΑΓΑΝ στη Μεσσηνία, η πρώτη υδροπονική μονάδα για φράουλες κοντά στη Μανωλάδα, και η «Ελληνικά Θερμοκήπια Α.Ε.» στη Σάμο στην οποία παράγεται το σνακ τομάτας tomaccini (σ.σ. τομάτες τύπου ελιάς σε συσκευασία των 220 γραμμαρίων σε ειδικά σχεδιασμένη συσκευασία). 

Το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για την υδροπονία μόνο τυχαίο δεν είναι. Όπως επισημαίνεται στη «Μελέτη σκοπιμότητας ίδρυσης και λειτουργιάς θερμοκηπιακής μονάδας υδροπονικής καλλιέργειας με εφαρμογή καινοτόμων λύσεων για τη μείωση κατανάλωσης ενεργειακών και υδάτινων πόρων» του Δημήτριου Παπανικολάου (σ.σ. Διπλωματική Εργασία Πανεπιστήμιο Πειραιώς 2017) για έναν επιχειρηματία, η συγκεκριμένη μέθοδος καλλιέργειας προσφέρει ορισμένα βασικά πλεονεκτήματα σε σχέση με μια «συμβατική» αγροτική εκμετάλλευση: 

  • Δυνατότητα παραγωγής γεωργικών προϊόντων με σταθερά υψηλή ποιότητα ανεξάρτητα από τις κλιματικές συνθήκες.
  • Μεγάλη ευελιξία όσον αφορά την άρδευση, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέχρι και ανακυκλούμενο νερό. Αυτό ακριβώς μπορεί να χαρακτηρίσει ένα θερμοκήπιο βιώσιμο ακόμα και σε νησί (π.χ. το θερμοκήπιο απ’ όπου προέρχεται το Τοmaccini της Σάμου). 
  • Υψηλή παραγωγικότητα σε σχέση με τις «συμβατικές» καλλιέργειες η οποία, μάλιστα, έχει πολλά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.

Αντίστοιχα, ο κ. Καραλής Κωνσταντίνος της Υδροπονικής Τρικάλων συνοψίζει τα βασικά πλεονεκτήματα της υδροπονίας στα εξής: 

  • Το θρεπτικό διάλυμα, αντιθέτως με το έδαφος, είναι ομογενές και μπορεί εύκολα να γίνει δειγματοληψία, ανάλυση και ρύθμιση προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων
  • Ομοιόμορφα αποτελέσματα
  • Η παραγωγή είναι αντάξια ή καλύτερη από εκείνη που μπορεί να επιτευχθεί σε ένα πολύ καλό έδαφος, κάνοντάς την οικονομικά βιώσιμη ανεξάρτητα από το κόστος της έκτασης στην οποία εγκαθίσταται
  • Δεν απαιτείται προετοιμασία του εδάφους, η ζιζανιοκτονία και η φύτευση είναι απλή και εύκολη μειώνοντας σημαντικά το εργατικό κόστος
  • Απλή στη λειτουργία
  • Δεν μεταφέρονται ασθένειες του εδάφους και ζιζάνια παρά μόνο αν εισαχθούν από απροσεξία του καλλιεργητή
  • Τα φυτά δεν στρεσάρονται λόγω έλλειψης νερού σε θερμές περιόδους
  • Είναι δυνατή μεγαλύτερη πυκνότητα φύτευσης για ορισμένες καλλιέργειες
  • Αποτελεσματικότερη χρήση των θρεπτικών στοιχειών, ειδικά όταν εφαρμόζεται ανακύκλωση του θρεπτικού διαλύματος, όπου μπορεί να επιτευχθεί έως και 50% εξοικονόμηση λιπασμάτων στην καλλιέργεια τομάτας
  • Σημαντικά μειωμένη κατανάλωση νερού
  • Πλήρης έλεγχος της θρέψης των φυτών
  • Καθαρά και ποιοτικά προϊόντα
  • Απλοποιημένη διαδικασία απολύμανσης
  • Δυνατότητα καλλιέργειας σε ακατάλληλα ή μη γόνιμα εδάφη
  • Ταχύτατη εναλλαγή των καλλιεργειών
  • Ωστόσο, υπάρχει και η αρνητική πλευρά του θέματος και όπως επισημαίνει ο κ. Καραλής, τα βασικά μειονεκτήματα αφορούν σε:
  • Υψηλότερο αρχικό κόστος εγκατάστασης σε σχέση με τις συμβατικές καλλιέργειες
  • Απαιτείται στενότερη παρακολούθηση για αλλαγές στη συμπεριφορά των φυτών κατά την ανάπτυξή τους
  • Η υποστήριξη κάποιων φυτών ενδέχεται να είναι δυσκολότερη/πολυπλοκότερη
  • Απαιτείται συχνή ανάμιξη και εφαρμογή των θρεπτικών
  • Υπάρχει κίνδυνος ταχύτερης εξάπλωσης ασθενειών του ριζικού συστήματος μέσω του θρεπτικού διαλύματος
  • Ένα λανθασμένο θρεπτικό μίγμα ενδέχεται να προκαλέσει διαταραχές στην ανάπτυξη των φυτών
  • Κατά την ανακύκλωση απαιτείται συχνή ανανέωση του νερού
  • Το κόστος των έτοιμων θρεπτικών μειγμάτων είναι υψηλότερο
  • Μικρότερα περιθώρια λάθους σε σχέση με τις συμβατικές καλλιέργειες

Ένας εξίσου αποτρεπτικός παράγοντας για την ανάπτυξης της υδροπονίας στη χώρα μας αφορά την αδυναμία των μικρομεσαίων παραγωγών να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος όχι μονάχα εγκατάστασης, αλλά και στο κόστος ενέργειας. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς η ενέργεια αποτελεί περί το 40% του κόστους, γεγονός το οποίο με βάση τα ελληνικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Στον βαθμό που υπάρξει μια πιο στοχευμένη πολιτική για την ανάπτυξη της υδροπονίας στην Ελλάδα, θα μπορέσουν να ενταχθούν πάρα πολλοί παραγωγοί. 

Μύθοι και παρανοήσεις 

Στο μεταξύ, ο δρ Αναστάσιος Κώτσιρας, Γεωπόνος, Επίκουρος Καθηγητής Λαχανοκομίας ΤΕΙ Πελοποννήσου, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων, αναφέρει ότι «η εφαρμογή της υδροπονίας στην Ελλάδα έχει αρχίσει να γίνεται σταδιακά περισσότερο γνωστή από τους καταναλωτές κατά τα τελευταία χρόνια. Όπως κάθε καινούργια τεχνική αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και έχουν δημιουργηθεί πολλοί μύθοι και παρανοήσεις σχετικά με τη χρήση της. Μερικοί από τους μύθους αυτούς είναι αρκετά διασκεδαστικοί, ενώ αντιθέτως άλλοι είναι επιζήμιοι για τη λειτουργία και εξάπλωση των υδροπονικών μονάδων». Ο ίδιος επισημαίνει ορισμένους μύθους και παρανοήσεις που αφορούν τις υδροπονικές καλλιέργειες: 

Η υδροπονία είναι πολύπλοκη: Πριν από λίγα χρόνια, η άποψη αυτή έδειχνε να είναι αληθινή λόγω της απουσίας ειδικών επιστημόνων, τεχνογνωσίας, εξοπλισμού κ.λπ. Όμως η επιστημονική υποστήριξη και η εξέλιξη της υδροπονικής τεχνολογίας καθιστά την εφαρμογή της πιο εύκολη ακόμη και για ερασιτεχνική χρήση.

Τα υδροπονικά προϊόντα είναι άνοστα με μεγάλη περιεκτικότητα σε νερό: Τα φυτά που αναπτύσσονται υδροπονικά, αξιοποιούν στο έπακρο το γενετικό τους δυναμικό. Μπορεί να αναπτύσσονται και να ωριμάζουν ταχύτερα, να έχουν μεγαλύτερη παραγωγή, αλλά τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά είναι ίδια ή και καλύτερα από τα συμβατικά, εφόσον τους παρέχονται όλα τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία.

Τα υδροπονικά προϊόντα έχουν τεχνητή γεύση: Ανεξαρτήτως του τρόπου καλλιέργειας, είτε στο έδαφος, είτε εκτός εδάφους, όταν στο φυτό παρέχονται οι σωστές ποσότητες των απαραίτητων θρεπτικών στοιχείων, το τελικό προϊόν θα έχει άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Στις υδροπονικές καλλιέργειες, τα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία που προστίθενται στο νερό αρδεύσεως είναι ακριβώς τα ίδια που υπάρχουν και στο έδαφος. Κατά συνέπεια, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, άρωμα κ.λπ.) θα είναι τα ίδια ή ακόμη καλύτερα στα υδροπονικά προϊόντα, λόγω των καλύτερων συνθηκών καλλιέργειας. Επιπρόσθετα, λόγω της εντοπισμένης θρέψης των φυτών δίνεται η ευχέρεια της παραγωγής προϊόντων χωρίς την παρουσία ανεπιθύμητων στοιχείων όπως π.χ. τα βαρέα μέταλλα τα οποία πιθανόν να υπάρχουν στο έδαφος. Στο εργαστήριο Λαχανοκομίας του ΤΕΙ Πελοποννήσου πραγματοποιούνται συχνά συγκριτικά τεστ γευσιγνωσίας λαχανικών που παράγονται στο έδαφος σε σχέση με τα υδροπονικά. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα υδροπονικά προϊόντα δεν υστερούν ποιοτικά σε σχέση με αυτά του εδάφους και σε πολλές περιπτώσεις είναι καλύτερα. 

Τα υδροπονικά προϊόντα δεν μπορούν να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση βιολογικά: Η βιολογική γεωργία σαν όρος επιδέχεται πολλές ερμηνείες και προσεγγίσεις. Όπως είναι γνωστό από την επιστήμη της διατροφής των φυτών, η θρέψη τους απαιτεί την παρουσία ανόργανων θρεπτικών στοιχείων τα οποία απορροφώνται, διακινούνται και μεταβολίζονται εντός των φυτικών οργανισμών. Κατά μια άποψη, εάν τα θρεπτικά αυτά στοιχεία προστίθενται μέσω βιολογικών οργανικών ή ανόργανων σκευασμάτων φυτικής ή ζωικής προελεύσεως, τότε τα σκευάσματα αυτά είναι βιολογικά. Συνεπώς, τα προϊόντα που παράγονται με τη χρήση αυτών των σκευασμάτων πιστοποιούνται σαν προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, όταν παράλληλα δεν εφαρμόζονται χημικά φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί από διάφορες εταιρείες οργανικά σκευάσματα τα οποία βρίσκουν χρήση στις υδροπονικές καλλιέργειες. 

Επομένως, πιθανόν να είναι αρκετά κοντά και η ένταξη των υδροπονικών προϊόντων στα βιολογικά. Από την άλλη μεριά, η υδροπονία έχει εσφαλμένα και υπερβολικά χαρακτηριστεί σαν θαυματουργή. Όταν δεν ακολουθείται η σωστή διαχείριση όλων των παραγόντων που επιδρούν στα φυτά, η υδροπονία δεν θα παράγει πάντα καλύτερα προϊόντα σε σχέση με ένα καλό έδαφος, τα υδροπονικά προϊόντα δεν θα είναι απαραίτητα πάντα πιο θρεπτικά ή πιο εύγευστα από αυτά του εδάφους, κ.λπ. Η επιτυχία της εφαρμογής της τεχνολογίας αυτής απαιτεί την αλλαγή της φιλοσοφίας προσεγγίσεως της τεχνικής της καλλιέργειας και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας σοβαρής επιστημονικής και πρακτικής προσεγγίσεως, με προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα. 

Οι Ολλανδοί

«Πρωταγωνιστές» στην υδροπονία θεωρούνται οι Ολλανδοί, οι οποίοι σχεδόν πριν από δύο δεκαετίες ανέλαβαν μια εθνική δέσμευση για την αειφόρο γεωργία κάτω από το εξής δόγμα: «Δύο φορές περισσότερα τρόφιμα που χρησιμοποιούν τους μισούς πόρους». Από το 2000, οι παραγωγοί μειώνουν την εξάρτηση από το νερό για βασικές καλλιέργειες σε ποσοστό έως και 90 τοις εκατό. Έχει σχεδόν εξαλειφθεί πλήρως η χρήση χημικών φυτοφαρμάκων σε φυτά στα θερμοκήπια και από το 2009 οι Ολλανδοί παραγωγοί πουλερικών και κτηνοτροφικών έχουν μειώσει τη χρήση αντιβιοτικών κατά 60%. Ταυτόχρονα, η Ολλανδία αποτελεί το δεύτερο εξαγωγέα τροφίμων στον πλανήτη, μετρούμενος με βάση την αξία. Το γεγονός ότι η Ολλανδία αναδεικνύεται στη δεύτερη ισχυρότερη εξαγωγό αγορά στις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερη σημασία, εάν προσμετρηθεί ότι τροφοδοτεί μια περιοχή η οποία έχει 270 φορές μεγαλύτερη έκταση. 

Οι προοπτικές 

Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές, οι αναλυτές συγκλίνουν ότι οι οικονομικές κρίσεις, η περιβαλλοντική πίεση και οι επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή αποτελούν κίνδυνο για τη σταθερότητα της τροφικής αλυσίδας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση της καλλιεργήσιμης γης, ο αυξανόμενος πληθυσμός σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα και η τεχνολογική εξέλιξη των υδροπονικών είναι μερικοί από τους παράγοντες που ενισχύουν την ανάπτυξη της αγοράς. 

Σύμφωνα με την έρευνα αγοράς που πραγματοποίησε η αμερικάνικη Transparency Market Research, η παγκόσμια αγορά υδροπονίας αναμένεται να φτάσει τα 12,1 δισ. δολάρια(10,6 δισ. ευρώ) από τα 6,9 δισ. δολάρια (6 δισ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2025. Η αγορά είναι πιθανό να καταγράψει ένα ελπιδοφόρο ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης της τάξεως του 6,50% μεταξύ 2017 και 2025 .

Η παγκόσμια αγορά υδροπονίας έχει ταξινομηθεί με βάση τη γεωγραφία στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία και τον Ειρηνικό. Μεταξύ αυτών των τομέων, η Ευρώπη αναμένεται να σημειώσει σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης και να αποκτήσει ηγετική θέση στην αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου πρόβλεψης. Σύμφωνα με τη μελέτη, η αγορά είναι πιθανό να αντιπροσωπεύει ένα μερίδιο περίπου 41% της παγκόσμιας αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου πρόβλεψης. Επιπλέον, η Βόρεια Αμερική αναμένεται να σημειώσει υγιή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η υψηλή ανάπτυξη της Βόρειας Αμερικής μπορεί να αποδοθεί στην αυξανόμενη ζήτηση για πολλά υδροπονικά λαχανικά. Η Ασία-Ειρηνικός, από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι θα υποσχόταν ένα ελπιδοφόρο ρυθμό ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.