Τον Ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων δημιούργησε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) μία υπηρεσία της Ευρωπαϊκή Ένωσης με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Σκοπός του να μετρήσει, όσο αξιόπιστο μπορεί να είναι αυτό, τα συστήματα δεξιοτήτων στις χώρες της ΕΕ.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
[email protected]
Τον Ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων δημιούργησε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) μία υπηρεσία της Ευρωπαϊκή Ένωσης με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Σκοπός του να μετρήσει, όσο αξιόπιστο μπορεί να είναι αυτό, τα συστήματα δεξιοτήτων στις χώρες της ΕΕ.
Η δεξιότητα είναι η δυνατότητα ενός ατόμου να επιτυγχάνει κάποιο συγκεκριμένο επιθυμητό αποτέλεσμα. Απαιτείται η αξιοποίηση και η εφαρμογή γνώσεων για την εκπλήρωση εργασιών και την επίλυση προβλημάτων. Οι δεξιότητες δεν είναι έμφυτες αλλά αποκτώνται με τη μάθηση, μέσω κάθε μορφής εκπαίδευσης και πρακτικής άσκησης. Τρεις ομάδες με επιμέρους δείκτες δίνουν τον τελικό δείκτη που βλέπετε στον πίνακα.
Οι τρεις επιμέρους ομάδες είναι:
1. Η ανάπτυξη δεξιοτήτων, που έχει να κάνει αποκλειστικά με την εκπαίδευση και την κατάρτιση,
2. Η ενεργοποίηση των δεξιοτήτων, που έχει να κάνει με τη μετάβαση και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και
3. Η αντιστοίχιση δεξιοτήτων που έχει να κάνει με την ελλιπή αξιοποίηση των δεξιοτήτων ή την αναντιστοιχία των δεξιοτήτων.
Αυτό που προξενεί μεγάλη εντύπωση δεν είναι ότι η Ελλάδα ισοβαθμεί στην τελευταία θέση, συνηθισμένοι είμαστε σε τέτοια αποτελέσματα, αλλά ότι στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης από τις θέσεις 20 έως 28 βρίσκουμε όλους τους… γνωστούς μας: την ισόβαθμή μας Ισπανία, σε απόσταση αναπνοής την Ιταλία και όλες τις χώρες της Μεσογείου και των Βαλκανίων που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την προσθήκη και της πιο μακρινής Ιρλανδίας. Πρόκειται και για τις χώρες που γνώρισαν την οικονομική κρίση, ο περίφημος ευρωπαϊκός νότος μαζί με την Ιρλανδία. Τι μπορεί να συμβαίνει; Μία πιθανότητα είναι ο τρόπος ορισμού των μετρήσιμων μεγεθών να μην είναι σωστός, με συνέπεια να παίρνουμε λάθος αποτελέσματα. Μία άλλη πιθανότητα είναι οι πολιτικές που εφαρμόζονται στο νότο σε σχέση με την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την αγορά εργασίας να είναι προβληματικές και να συνέβαλαν και αυτές στην οικονομική κρίση.
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας η δημόσια συζήτηση για την εκπαίδευση εξαντλείται στα Θρησκευτικά, την Ιστορία, τα Λατινικά και τα Αρχαία Ελληνικά. Δείχνει να μη μας απασχολούν καθόλου τα ζητήματα που θίγει ο συγκεκριμένος δείκτης. Μελετώντας τους επιμέρους δείκτες διαπιστώνουμε ότι στην ανάπτυξη δεξιοτήτων συγκεντρώνουμε 41 βαθμούς, στην ενεργοποίηση δεξιοτήτων συγκεντρώνουμε 43 βαθμούς και στην αντιστοίχιση δεξιοτήτων μόλις 9 βαθμούς. Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα φαίνεται να είναι, δηλαδή, η ελλιπής αξιοποίηση των δεξιοτήτων εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας και της υποαπασχόλησης, πράγμα που γνωρίζουμε, αλλά και η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων που έχουν τα παιδιά μας, είτε γιατί είναι πτυχιούχοι που εργάζονται σε θέσεις άσχετες με τις σπουδές τους, είτε γιατί κάποιοι άλλοι εργάζονται σε θέσεις χωρίς να έχουν τα απαιτούμενα προσόντα.
Η λύση δεν είναι να φτιάξουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα απολύτως προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αγορά εργασίας, αυτό θα ήταν καταστροφικό, αλλά να λαμβάνουμε υπόψη μας και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας όταν σχεδιάζουμε την εκπαίδευσή μας. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι όλοι οι μαθητές τελειώνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να έχουν πιστοποίηση στο χειρισμό πληκτρολογίου και στα Αγγλικά, ως ένα μίνιμουμ επαφής με το σύγχρονο κόσμο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι μόλις πριν δύο χρόνια λειτούργησαν τα πρώτα δύο τμήματα στα Πανεπιστήμιά μας για τον τουρισμό. Σε μια χώρα που θεωρεί τον τουρισμό τη βαριά της βιομηχανία δεν υπήρχαν τμήματα να σχεδιάσουν και να στελεχώσουν την ανάπτυξη και τη λειτουργία του τουρισμού μας. Όλα αυτά απαιτούν συνολικό σχέδιο για την εκπαίδευση, που θα συνδυάζει τη γενική μόρφωση με την προετοιμασία των παιδιών μας για τον κόσμο στον οποίο θα ζήσουν, όσο κι αν είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουμε πως θα είναι ο κόσμος σε είκοσι χρόνια. Τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει και ούτε κανείς προτίθεται να το συζητήσει. Αντίθετα κάθε Υπουργός Παιδείας προσπαθεί μέσα στη διάρκεια της σύντομης θητείας του να τα αλλάξει όλα, μέχρι να έρθει ο επόμενος και να τα ξαναλλάξει όλα. Έτσι, όμως, υποσκάπτουμε το μέλλον των παιδιών μας και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία γι’ αυτό.