Παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα με τα οποία αναπτύσσεται η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα, μια σειρά παραγόντων, όπως η οικονομική κρίση, η έλλειψη τεχνογνωσίας, φαίνεται ότι κρατούν ακόμα πίσω τον τομέα, με αποτέλεσμα η εγχώρια αγορά βιολογικών προϊόντων να μην έχει καταφέρει να εμφανίσει ανάλογες επιδόσεις σε σχέση με αυτές άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα με τα οποία αναπτύσσεται η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα, μια σειρά παραγόντων, όπως η οικονομική κρίση, η έλλειψη τεχνογνωσίας, φαίνεται ότι κρατούν ακόμα πίσω τον τομέα, με αποτέλεσμα η εγχώρια αγορά βιολογικών προϊόντων να μην έχει καταφέρει να εμφανίσει ανάλογες επιδόσεις σε σχέση με αυτές άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Εντούτοις, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η εγχώρια βιολογική γεωργία όχι μονάχα διαθέτει μια αξιόλογη δυναμική, ως συνέπεια της ευαισθητοποίησης των Ελλήνων παραγωγών και καταναλωτών σε σχέση γενικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα με τον εξορθολογισμό της διατροφής, αλλά και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να παραμένουν ιδιαιτέρως θετικές.
Τα νούμερα
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (αναθεώρηση 12/10/2018) που αφορούν το 2016, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δέκατη πέμπτη θέση στη λίστα των 28 κρατών-μελών και κατάτι χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του ποσοστού των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για βιολογική γεωργία.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας το 6,5% των γεωργικών εκτάσεων χρησιμοποιείται για βιολογικές καλλιέργειες, τη στιγμή που ο μέσος όρος βρίσκεται στο 6,67%.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το σύνολο των εκτάσεων βιολογικών καλλιεργειών στη χώρα έχει συρρικνωθεί κατά 26% σε σχέση με το 2012, καθώς από 4.626.180 στρέμματα, το 2016 έχουν περιοριστεί σε 3.425.840 (στοιχεία Eurostat).
Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης των βιολογικών εκτάσεων «φιγουράρουν» η Αυστρία (21,25%), η Σουηδία (18,3%) και η Εσθονία (18%), ενώ στις τρεις τελευταίες η Ιρλανδία (1,72%), η Ρουμανία (1,67%) και η Μάλτα (0,2%).
Οι βιολογικές καλλιέργειες σε τρεις χώρες της Νότιας Ευρώπης αντιπροσωπεύουν το 44,9% του συνόλου σε ολόκληρη την Ε.Ε., αλλά όταν πρόκειται για την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, οι βόρειες χώρες βρίσκονται στην κορυφή της λίστας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η ποσότητα των βιολογικών γεωργικών εκτάσεων στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 18,7% μεταξύ 2012 και 2016.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ της συνολικής βιολογικής καλλιεργήσιμης γης της Ε.Ε. (54,4%). Το 2016, η Ε.Ε. ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη ενιαία αγορά στον κόσμο όσον αφορά τις βιολογικές λιανικές πωλήσεις (30,7 δισ. ευρώ) μετά τις ΗΠΑ (38,9%). Στην Ε.Ε., η Γερμανία διαθέτει τη μεγαλύτερη αγορά βιολογικών τροφίμων (9,5 δισ. ευρώ).
Η επιλογή
Οι αποφάσεις των παραγωγών για ενασχόληση με τη βιολογική γεωργία, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, επηρεάζονται από το επίπεδο εκπαίδευσης-ενημέρωσης, την περιβαλλοντική ευαισθησία και το ύψος των επιδοτήσεων. Σε οικονομικό επίπεδο τα βασικά κίνητρα φαίνεται να είναι η υψηλότερη κερδοφορία και η δυνατότερα ευκολότερης διάθεσης της βιολογικής παραγωγής. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν και η ανησυχία των παραγωγών για την υγεία τους (λόγω της χρήσης φυτοφαρμάκων και άλλων χημικών) ή η δυσαρέσκειά τους από τη χαμηλή απόδοση των εισροών (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κ.τ.λ.) συγκριτικά με το κόστος τους.
Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση είναι κυρίως υποκειμενικοί (συναισθηματικοί ή ιδεολογικοί) και σε μικρότερο βαθμό οικονομικοί ή δημογραφικοί. Η ανάγκη μερίδας των καταναλωτών για κατανάλωση βιολογικών προϊόντων προέρχεται από την πεποίθησή τους ότι αυτά είναι ωφέλιμα για την υγεία και περισσότερο ασφαλή από τα συμβατικά. Οι οικολογικές ανησυχίες αποτελούν επίσης σημαντικό παράγοντα, αφού ο βιολογικός τρόπος παραγωγής θεωρείται φιλικός προς το περιβάλλον.
Η τιμή
Στη χώρα μας εκτιμάται ότι λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και των σημαντικά υψηλότερων τιμών των βιολογικών προϊόντων, υπάρχει μεγαλύτερη ελαστικότητα της ζήτησης σε σχέση με την τιμή, όχι μόνο έναντι των συμβατικών, αλλά και στα βιολογικά συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση υπολείπεται σημαντικά των ευρωπαϊκών χωρών, σχηματιζόμενη στα περίπου 5,5 ευρώ, με το μέσο όρο της Ε.Ε να διαμορφώνεται στα 35 ευρώ (σ.σ. εκτιμήσεις αγοράς). Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης στη χώρα μας (πάνω από 60%) καλύπτεται από εισαγωγές, κυρίως αποξηραμένων και συσκευασμένων προϊόντων. Στην Ελλάδα καταναλώνονται κυρίως ελαιόλαδο, ντομάτες και λαχανικά.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ελέγχου και Πιστοποίησης «BIO HELLAS», ο λόγος που τα βιολογικά προϊόντα πωλούνται συχνά σε υψηλότερες τιμές από τα συμβατικά οφείλεται:
Ωστόσο, o Οργανισμός επισημαίνει ότι «αν λάβουμε υπόψη ότι τα συμβατικά προϊόντα περιέχουν περισσότερο νερό στο σύνολό τους σε σχέση με τα βιολογικά, το κόστος αποκατάστασης (που πληρώνουμε μέσω της φορολογίας) του φυσικού περιβάλλοντος από την αλόγιστη χρήση των αγροχημικών της συμβατικής γεωργίας, το κόστος καταπολέμησης προβλημάτων υγείας που προέρχονται από την παραπάνω χρήση, τότε, η διαφορά κόστους όχι μόνο μηδενίζεται, αλλά και υπερκαλύπτεται».
Οι περιορισμοί
Σε εγχώριο επίπεδο μεγάλη μερίδα καταναλωτών εξακολουθεί να δυσκολεύεται να διακρίνει τα βιολογικά από τα συμβατικά, να αναγνωρίσει την προέλευσή τους, τις προδιαγραφές παραγωγής ή τη διαδικασία παρασκευής τους. Επίσης, σημαντική παράμετρος που περιορίζει τη δυναμική των εγχώριων βιολογικών προϊόντων αποτελεί το γεγονός ότι τα δίκτυα τυποποίησης και διανομής δεν θεωρούνται ακόμα επαρκώς ανεπτυγμένα ώστε να υποστηρίξουν την αγορά, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιοχές να παρατηρείται περιορισμένη προσφορά προϊόντων ελληνικής παραγωγής και να μην μπορεί να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση. Επομένως, μέρος μόνο των βιοκαλλιεργητών διοχετεύουν στην αγορά την παραγωγή τους.
Το ενδιαφέρον
Ωστόσο, οι συνθήκες για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα παραμένουν θετικές, αφού εκτός των ευνοϊκών κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών σε αρκετές περιοχές της χώρας και της αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για επιχειρηματική δραστηριοποίηση στον κλάδο.
Η διατήρηση των βιολογικών προϊόντων στο ράφι αποτελεί στρατηγική επιλογή των αλυσίδων σούπερ μάρκετ καθώς, όπως τονίζουν οι εκπρόσωποί τους, «μπορεί λόγω της κρίσης η κατανάλωση των βιολογικών να έχει περιοριστεί, ωστόσο αποτελεί μια κατηγορία η οποία έχει πιστό κοινό στο οποίο πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα αυτής της επιλογής».
Σημειώνεται ότι συνολικά η εγχώρια αγορά των βιολογικών εκτιμάται ότι εμφανίζει τζίρο περί τα 100 εκατ. ευρώ, με τη μερίδα του λέοντος να κατέχουν τα λαχανικά και τα φρούτα. Στα σούπερ μάρκετ, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται αυτές οι δύο κατηγορίες, τα τυποποιημένα βιολογικά τρόφιμα (λάδι, γαλακτοκομικά κτλ) εμφανίζουν πολύ πιο περιορισμένο τζίρο της τάξεως των 10-15 εκατ. ευρώ.
Οι εξαγωγές
Καλύτερες επιδόσεις φέρεται ότι εμφανίζουν τα εγχώρια βιολογικά προϊόντα στο μέτωπο των εξαγωγών, καθώς σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής διοχετεύεται σε αγορές του εξωτερικού (κυρίως Ευρώπη και ΗΠΑ) όπου η ζήτηση είναι σαφώς υψηλότερη. Πλέον, η διεθνής παρουσία αποτελεί σημαντικό πεδίο ανταγωνισμού των Ελλήνων παραγωγών, σε μια προσπάθεια να «απεμπλακούν» από την περιορισμένη εγχώρια ζήτηση.
Μάλιστα, με τη βελτίωση της κοινοτικής νομοθεσίας, την ανάληψη κυβερνητικών πρωτοβουλιών για την ενθάρρυνση της κατανάλωσης βιολογικών προϊόντων και την αυξανόμενη τάση για πιο υγιεινή διατροφή προβλέπεται ότι ο κλάδος των βιολογικών θα εμφανίσει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο οι εξελίξεις στις σημαντικότερες αγορές βιολογικών προϊόντων της Ευρώπης είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για να επιχειρηθεί μαζική διείσδυση ελληνικών προϊόντων σ’ αυτές. Και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων όμως, η αυξανόμενη ζήτηση για μεσογειακά προϊόντα (φρούτα, λαχανικά, βότανα, λάδι, κ.τ.λ.) στις ανεπτυγμένες αγορές και η αδυναμία κάλυψής της από τοπική παραγωγή (λόγω κλιματολογικών συνθηκών), συνηγορεί επίσης για την επιτυχία ενός μελλοντικού ελληνικού βιολογικού εξαγωγικού εγχειρήματος.
Νέος κοινοτικός κανονισμός
Σημειώνεται ότι στις 22 Μαΐου θεσπίστηκαν οι νέοι ευρωπαϊκοί κανόνες για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων. Η έναρξη εφαρμογής των νέων κανονισμών ορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 2021. Οι νέοι κανονισμοί ενθαρρύνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής στην Ε.Ε. και αποσκοπούν στην εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού για τους γεωργούς και τους φορείς εκμετάλλευσης, με σκοπό την πρόληψη της απάτης και των αθέμιτων πρακτικών, καθώς και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα.
Οι παλαιότερες διατάξεις περί βιολογικής παραγωγής ήταν ανομοιογενείς στην Ε.Ε., δεδομένου ότι περιελάμβαναν ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών πρακτικών και εξαιρέσεων. Επιπλέον, η αρχή της ισοδυναμίας για τα εισαγόμενα βιολογικά τρόφιμα δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία ίσχυαν διαφορετικοί κανόνες για διαφορετικούς παραγωγούς από την ίδια χώρα.
Ως εκ τούτου, χρειαζόταν ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου να ισχύουν σαφείς και σταθεροί κανόνες σε έναν τομέα με ταχεία ανάπτυξη και να μπορούν οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις, ανεξάρτητα από το αν παράγουν στην Ε.Ε. ή σε τρίτη χώρα. Επιπλέον, χάρη στους νέους κανόνες, οι καταναλωτές που αγοράζουν ένα προϊόν που φέρει το βιολογικό λογότυπο Ε.Ε. θα μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα έχουν το ίδιο επίπεδο ποιότητας σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Με βάση τα όσα έχουν ανακοινωθεί ο νέος Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης 848/2018 για τα βιολογικά προϊόντα που αντικαθιστά τον Καν. (Ε.Κ.)834/2007 μεταξύ άλλων προβλέπει ότι:
Τα προϊόντα τα οποία δύνανται να φέρουν ενδείξεις στο βιολογικό τρόπο παραγωγής, βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι τα ακόλουθα:
Οι κατηγορίες των βιολογικών προϊόντων είναι δύο:
1. Προϊόντα Βιολογικής Γεωργίας σε Μεταβατικό Στάδιο.
Πρόκειται για προϊόντα φυτικής προέλευσης μόνο, τα οποία παράγονται σε αγροτεμάχια «υπό μετατροπή στη βιολογική γεωργία». Στα αγροτεμάχια αυτά εφαρμόζονται οι αρχές της βιολογικής γεωργίας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διασφαλίζοντας έτσι την απουσία υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στο τελικό προϊόν.
2. Προϊόντα Βιολογικής Γεωργίας.
Πρόκειται για προϊόντα τα οποία παράγονται αφού το αγροτεμάχιο ή το κοπάδι περάσει το στάδιο μετατροπής το οποίο, στην περίπτωση των φυτικών προϊόντων είναι τουλάχιστον 2 έτη (για καλλιέργειες με ετήσιο βιολογικό κύκλο) ή 3 έτη (για πολυετείς καλλιέργειες), ενώ στην περίπτωση των ζωικών προϊόντων το διάστημα αυτό είναι 6 εβδομάδες (αυγά), 10 εβδομάδες (κοτόπουλα) ή 6 μήνες (κρέας, γάλα).
ΠΗΓΗ: BIOHELLAS