Αφιερώματα
Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2018 16:49

Η συνεργασία παραγωγών - βιομηχανίας αλλάζει το «παραγωγικό μοντέλο»

Ο ορισμός της αγροβιομηχανίας (agribusiness) σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δηλώνει «τις συλλογικές επιχειρηματικές δραστηριότητες που εκτελούνται από αγρόκτημα στο τραπέζι. Καλύπτει την παροχή γεωργικών εισροών, την παραγωγή και μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και τη διανομή τους στους τελικούς καταναλωτές».

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

Ο ορισμός της αγροβιομηχανίας (agribusiness) σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δηλώνει «τις συλλογικές επιχειρηματικές δραστηριότητες που εκτελούνται από αγρόκτημα στο τραπέζι. Καλύπτει την παροχή γεωργικών εισροών, την παραγωγή και μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και τη διανομή τους στους τελικούς καταναλωτές». Η δυναμική αυτού του ορισμού είναι τεράστια και σηματοδοτεί τη σημασία που πρέπει να δώσουν ο εγχώριος πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία τροφίμων στις προοπτικές που υπάρχουν ώστε η Ελλάδα να αναδειχθεί σε μια ισχυρή αγροβιομηχανία. 

Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στην εγχώρια οικονομία, η οποία την τελευταία δεκαετία βιώνει μια πολύ σκληρή πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο στόχος αυτός κινείται στο όριο του ιδεατού. 

Κι όμως, υπάρχουν δύο βασικά συγκοινωνούντα «εργαλεία» τα οποία ανοίγουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση όχι μόνο της θωράκισης της παραγωγής και της μεταποίησης αλλά και της δημιουργίας μιας πραγματικά «βαριάς» αγροβιομηχανίας επί ελληνικού εδάφους. 

Τα εργαλεία αυτά αφορούν τις ορθές γεωργικές πρακτικές, μέσω συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης - που προστατεύουν το περιβάλλον, την υγεία των παραγωγών και κυρίως καλύπτουν το σημαντικό πεδίο της ασφάλειας τροφίμων (food safety) και στη συμβολαιακή γεωργία. 
Σύμφωνα με τον FAO, «η συμβολαιακή γεωργία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες τάσεις της σύγχρονης αγροτικής παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Προέκυψε ως απάντηση σε δύο μεγάλες προκλήσεις: την ανάγκη των παραγωγών να διασφαλίζουν ένα εγγυημένο εισόδημα και την επιθυμία των αγροτικών βιομηχανιών να έχουν εγγυημένη πρόσβαση σε προϊόντα διασφαλισμένης ποιότητας και ποσότητας».

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο στρέφονται σε αυτό το μοντέλο, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι στις ανεπτυγμένες χώρες η συμβολαιακή γεωργία αντιπροσωπεύει ποσοστό που ξεπερνά το 15% της συνολικής παραγωγής. 

Στην πράξη το μοντέλο της συμβολαιακής καλλιέργειας προβαίνει στον εξορθολογισμό και την «ποσοτικοποίηση» της παραγωγής κι έτσι, ανάλογα με τις συνιστώσες της κάθε περίπτωσης και του γενικότερου κλίματος της οικονομίας, μπορεί προσαρμόζεται και να προβλέπει το αναλαμβανόμενο ρίσκο αλλά και το προσδοκώμενο κέρδος. Πρόκειται για μια πρακτική εξέλιξης.

Οι προκλήσεις του εγχώριου αγροδιατροφικού τομέα αφορούν μια σειρά από δομικά προβλήματα όπως: οι μικρές εκμεταλλεύσεις, η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, η έλλειψη ισχυρών παραγωγικών αγροτικών συνεταιρισμών, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης καινοτομίας, η αδυναμία συμμόρφωσης σε αρκετές περιπτώσεις με τις επιταγές της Κοινής Αγροτικής Πολιτική. Η εικόνα επιβαρύνεται από τις νέες συνθήκες που απορρέουν από την παρατεταμένη ύφεση και την προσπάθεια ανασυγκρότησης στη μεταμνημονιακή περίοδο και επιβάλλουν αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, προκειμένου να στραφεί σε προϊόντα υψηλής ποιότητας, ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας που θα σταθούν αντάξια στις απαιτητικές διεθνείς αγορές και τις απαιτήσεις ενημερωμένων καταναλωτών.

Η συμβολαιακή γεωργία με βάση τις ορθές γεωργικές πρακτικές αποτελεί ένα δίχτυ ασφαλείας για την απαγκίστρωση της παραγωγής από την επιδοματική λογική, τη συνέχιση και βελτίωση ήδη πετυχημένων προϊόντων και τον πειραματισμό με καινοτόμες πρακτικές.

Σε αντίστοιχη φιλοσοφία, εξάλλου, κινούνται τα τελευταία χρόνια και οι μεταρρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) για την ενίσχυση του προσανατολισμού προς την αγορά και για την αειφόρο ανάπτυξη της γεωργικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα καθορίζουν και το πλαίσιο για τις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις. Η καθιέρωση των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή άμεσων ενισχύσεων βοήθησε τους γεωργούς να ανταποκριθούν στα μηνύματα που έστειλε η αγορά μέσω της ζήτησης των καταναλωτών παρά τα κίνητρα που έχουν σχέση με την ποσότητα. Κατά συνέπεια, ανάλογα με τον τομέα και τις τεχνολογικές, οικονομικές και θεσμικές εξελίξεις, αυτή η ενίσχυση του προσανατολισμού προς την αγορά ενδέχεται να παρακινήσει τους γεωργούς να προβούν σε ένα είδος κάθετου συντονισμού με την υπόλοιπη αλυσίδα του εφοδιασμού. Ο συντονισμός αυτός υπόκειται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυροί παράγοντες στην αγορά ή στις περιπτώσεις που ενδέχεται να οδηγήσει στον καθορισμό των τιμών.

Ενδεικτικά αναφέρεται το παράδειγμα της ένταξης των μικρών παραγωγών, που η διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους μεσάζοντες είναι μικρή, σε ομάδες παραγωγών και σε συμβόλαια παραγωγής, γεγονός που δεν βοηθά μόνο την επιβίωσή τους και τη συγκράτηση των τιμών των προϊόντων σε λογικά επίπεδα, αλλά και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων παιχτών στο σύνολό τους.

Τυπικά, το μοντέλο της συμβολαιακής γεωργίας αφορά τη συμφωνία του γεωργού να παρέχει συγκεκριμένες ποσότητες συγκεκριμένου γεωργικού προϊόντος στη βιομηχανία. Τα προϊόντα πρέπει να πληρούν τα ποιοτικά πρότυπα του αγοραστή και να παρέχονται τη στιγμή που καθορίζεται από τον αγοραστή. Με τη σειρά του, ο αγοραστής δεσμεύεται να αγοράσει το προϊόν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να στηρίξει την παραγωγή μέσω, παραδείγματος χάρη, της προμήθειας γεωργικών εισροών, της προετοιμασίας της γης και της παροχής τεχνικών συμβουλών.

«Οι περισσότεροι παραγωγοί αποφεύγουν τη σύναψη ενός συμβολαίου βασιζόμενοι κυρίως στο γεγονός ότι οι τιμές διάθεσης των προϊόντων συμβολαιακής γεωργίας είναι χαμηλότερες από εκείνες που διαμορφώνονται στην ελεύθερη αγορά κατά την περίοδο συγκομιδής και παραβλέπουν τα πλεονεκτήματα αυτού του τύπου των συμβάσεων. Κύρια πλεονεκτήματα της συμβολαιακής για τον παραγωγό είναι ο ακριβής προγραμματισμός της παραγωγής, η διασφάλιση της διάθεσης του προϊόντος και της τιμής πώλησης, καθώς και ο προσδιορισμός του χρόνου και του τρόπου πληρωμής. Δευτερεύοντα πλεονεκτήματα είναι η προμήθεια εφοδίων, η παροχή τεχνικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας και ο έλεγχος της διαδικασίας παραγωγής από τον αγοραστή» επισημαίνει σχετική έκθεση του FAO.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, στα περισσότερα συμβόλαια ορίζεται εύρος τιμών με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παραγόμενου προϊόντος, ενώ η διάρκειά τους είναι ετήσια ή διετής. Ο παραγωγός θα πρέπει να είναι προσεκτικός με όρους και ρήτρες του συμβολαίου που έχουν σχέση με: τη μεταφορά και τον χρόνο παράδοσης του προϊόντος,  τις ποιοτικές κατηγορίες, το πολλαπλασιαστικό υλικό και τον χρόνο φύτευσης (ετήσιες καλλιέργειες) και το σύστημα παραγωγής. Τα συμβόλαια ορίζουν ότι σε περίπτωση που ο παραγωγός πουλήσει το παραγόμενο προϊόν σε τρίτο είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον αγοραστή συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση, αλλά και ότι σε περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης του προϊόντος από τον παραγωγό, ο αγοραστής μπορεί να αποχωρήσει από τα συμφωνηθέντα του συμβολαίου και να μην προβεί στην αγορά του προϊόντος.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρακτική της συμβολαικής γεωργίας μπορεί να αναπτυχθεί σε όλα τα είδη γεωργικών προϊόντων.

Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στους τύπους γεωργικών προϊόντων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο σύμβασης. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα επιτυχημένων συμβάσεων καλλιέργειας για τους περισσότερους τύπους καλλιεργειών και ζώων. Υπάρχουν επίσης παραδείγματα για τη δασοκομία, την υδατοκαλλιέργεια και τα προϊόντα από φυτικές ίνες, καθώς και τον καπνό. Ενώ η εφαρμογή είναι αρκετά γενική, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα πιο επιτυχημένα συστήματα συνδέονται με γεωργικά προϊόντα που είναι υψηλής αξίας ή παράγονται για μεταποίηση ή / και εξαγωγές. 

Ωστόσο, η απόφαση της επιχείρησης να επενδύσει σε μια συγκεκριμένη αγορά, μια κατηγορία προϊόντων, πρέπει να βασίζεται αρχικά στη γνώση ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα είναι επικερδής. Μια αγορά πρέπει να έχει την ικανότητα να παραμένει κερδοφόρα μακροπρόθεσμα. Στην περίπτωση των δενδρωδών καλλιεργειών, για παράδειγμα, οι τιμές τείνουν να είναι κυκλικές. Μια ανάλυση της οικονομικής βιωσιμότητας που πραγματοποιείται όταν οι τιμές είναι υψηλές θα έχει πολύ διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που προκύπτουν στο κατώτατο σημείο της καμπύλης των τιμών. Επομένως, απαιτείται μια «ανάλυση ευαισθησίας» (sensitivity analysis) για να διασφαλιστεί ότι η παραγωγή μπορεί να πραγματοποιηθεί με κερδοφόρο τρόπο, ακόμη και όταν οι τιμές είναι χαμηλές.

Ακόμα μια παράμετρος είναι αυτή της προσαρμοστικότητας.

«Η εξαγωγή κηπευτικών προϊόντων στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ ανταγωνιστική. Με την επιφύλαξη εγγυήσεων όσον αφορά την ποιότητα και την προσφορά, οι εισαγωγείς αγοράζουν προϊόντα με βάση την τιμή. Ένας προμηθευτής μπορεί να χάσει τις αγορές κατά τη διάρκεια της νύχτας εάν τα πρότυπα ποιότητας και οι παραδόσεις γίνουν απρόβλεπτες και ασυνεπείς. Οι εταιρείες που εξετάζουν τις εξαγωγές κηπευτικών υψηλής αξίας πρέπει επίσης να είναι βέβαιες ότι μπορούν να ανταποκριθούν στα υπάρχοντα ποιοτικά πρότυπα και στις πιθανές μελλοντικές απαιτήσεις. Για παράδειγμα, αν οι εισαγωγείς άρχισαν να ζητούν “βιολογικά” προϊόντα, πόσο εύκολα θα προσαρμοστούν οι προμηθευτές και οι αγρότες;» επισημαίνει η μελέτη. 

Μια βασική ερώτηση, η οποία αποτελεί αντικείμενο κριτικής είναι το «ποιος επωφελείται από τη συμβατική καλλιέργεια;». Σύμφωνα πάντα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας η απάντηση είναι «και οι δύο πλευρές». Όπως επισημαίνει ο Οργανισμός «και οι δύο εταίροι που ασχολούνται με την καλλιέργεια συμβάσεων μπορούν να ωφεληθούν. Οι γεωργοί έχουν εγγυημένη διάθεση στην αγορά, μειώνουν την αβεβαιότητά τους όσον αφορά τις τιμές και συχνά παρέχονται με δάνεια σε είδος, μέσω της παροχής αγροτικών εισροών όπως οι σπόροι και τα λιπάσματα. Οι εταιρείες αγορών επωφελούνται από την εξασφάλιση εγγυημένης προσφοράς γεωργικών προϊόντων που πληρούν τις προδιαγραφές τους ως προς την ποιότητα, την ποσότητα και το χρονοδιάγραμμα παράδοσης».

Σε ό,τι αφορά τα δυνητικά μειονεκτήματα και τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν κυμαίνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής συμβολαιακής σχέσης. Εάν οι όροι της σύμβασης δεν τηρηθούν από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, τότε το ενδιαφερόμενο μέρος χάνει.  

Κατηγοριοποιώντας τα «κοινά» προβλήματα που μπορεί να προκύψουν σε σχέσεις συμβολαιακή γεωργία, ο FAO αναφέρει: τις πωλήσεις αγροτών σε έναν διαφορετικό αγοραστή (πλευρική πώληση ή εξωσυμβατική εμπορική προώθηση), την άρνηση εταιρείας να αγοράζει προϊόντα στις συμφωνηθείσες τιμές ή υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων από την εταιρεία. Μια συχνή κριτική σχετικά με τις συμβατικές γεωργικές ρυθμίσεις είναι η άνιση φύση της επιχειρηματικής σχέσης μεταξύ των αγροτών και των αγοραστών τους. Οι επιχειρήσεις που αγοράζουν, οι οποίες είναι πάντοτε πιο ισχυρές από τους αγρότες, μπορούν να αξιοποιήσουν τη διαπραγματευτική τους επιρροή για το βραχυπρόθεσμο οικονομικό τους πλεονέκτημα, αν και μακροπρόθεσμα αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό καθώς οι αγρότες θα έπαυαν να τις προμηθεύουν. 

«Παρά τα προβλήματα αυτά, η ισορροπία μεταξύ πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους γεωργούς φαίνεται να είναι θετική: οι συμβατικές ρυθμίσεις χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στη γεωργία παγκοσμίως» επισημαίνει η έκθεση του FAO, προσθέτοντας ότι «η συμβολαιακή γεωργία πρέπει να τύχει ευρύτερης αποδοχής από τους παραγωγούς επειδή μπορεί να συμβάλει στην τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση της γεωργικής παραγωγής, στη βελτίωση της ποιότητας και της ασφάλειας των προϊόντων, αλλά και στη μείωση του κόστους παραγωγής και των δυσμενών επιδράσεων της γεωργίας στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Βεβαίως, οι παραγωγοί, πέραν της παραγωγής προϊόντων συμβολαιακής γεωργίας, θα πρέπει να παράγουν και άλλα προϊόντα ώστε να κατανέμουν τις επισφάλειες της παραγωγής και κυρίως να μην αισθάνονται ότι περιορίζεται η επιχειρηματική τους πρωτοβουλία από τους όρους του συμβολαίου. Επιπροσθέτως, η πολιτεία πρέπει να μεριμνά για τη δημιουργία υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος ώστε να αποτρέπονται φαινόμενα μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, τα οποία έχουν ως συνέπεια τη μείωση των τιμών αγοράς των προϊόντων από τους παραγωγούς και την αύξηση της πιθανότητας εγκατάλειψης των καλλιεργειών ως οικονομικά ασύμφορων».

Συνοπτικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των συμβαλλόμενων μερών, όπως αυτά αποτυπώνονται στην έκθεση του FAO:

  • για τον παραγωγό «το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι η διασφάλιση της διάθεσης του προϊόντος του, της τιμής, του τρόπου και του χρόνου πληρωμής του, ενώ το σοβαρότερο μειονέκτημα είναι η πλήρης εξάρτηση της παραγωγής του και της διάθεσής της από το συμβόλαιο, η αδυναμία δηλαδή διαπραγμάτευσης, όπως και η αύξηση του οικονομικού κινδύνου, λόγω της εξειδίκευσης στην παραγωγή και της ως εκ τούτου μείωσης των εναλλακτικών λύσεων για πολλαπλή παραγωγή».
  • για τον επιχειρηματία «το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα προγραμματισμού της πρωτογενούς παραγωγής, έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μεταποίησης και διάθεσης των προϊόντων ακόμη και σε περιόδους μειωμένης παραγωγής ή/και μείωσης των παγκόσμιων αποθεμάτων. Επίσης, η μείωση του κόστους αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων, μέσω συμβολαίων με παραγωγούς που καλλιεργούν πλησίον της επιχείρησης, αλλά και η μείωση της πιθανότητας διατροφικού σκανδάλου, λόγω του ελέγχου των προϊόντων κατά τη διαδικασία της παραγωγής, θεωρούνται εξίσου σημαντικά πλεονεκτήματα. Το μειονέκτημα για τον επιχειρηματία είναι η αδυναμία ανταπόκρισης στους όρους του συμβολαίου σε περίπτωση αλλαγής των οικονομικών δεδομένων στην αγορά από αθέμιτο ανταγωνισμό». 

Βασική συνισταμένη για την ορθή αξιοποίηση του μοντέλου της συμβολαιακής γεωργίας είναι το «γεφύρωμα» των σχέσεων μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και η ανάπτυξη δεσμού συνεργασίας. 

Η ανάπτυξη κλίματος ασφάλειας αποτελεί «διαβατήριο» εξωστρέφειας για τα ελληνικά προϊόντα και «καλλιεργεί» ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία του πολυπόθητου ισχυρού brand name «Made in Greece», που θα μπορέσει να διασυνδέσει τον ελληνικό αγροτικό πλούτο με την ιστορία του τόπου και τον πολιτισμό, και τη σύγχρονη παραγόμενη γνώση με τις διεθνείς καταναλωτικές τάσεις. 

Αυτό που, επίσης, θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συμβολαιακή γεωργία δεν αφορά μόνο συμφωνίες μεταποίησης προϊόντων και δεν αποσκοπεί μόνο στην κάλυψη αναγκών του μεταποιητικού τομέα ή την προστασία του πρωτογενούς. Σαν πρακτική λειτουργεί με επιτυχία και στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, μέσα από την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης και με γνώμονα την ανακούφιση των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης. 

Συμπερασματικά, η συμβολαιακή γεωργία, στον βαθμό που υιοθετηθεί ως προϋπόθεση για τη συνεργασία παραγωγών - βιομηχανίας μπορεί να αλλάξει το παραγωγικό «μοντέλο» της χώρας στρέφοντάς το σε νέες καινοτόμους και υψηλά ποιοτικούς δρόμους αλλά και μέσω της τροφοδότησης της υπαίθρου με νέους και μορφωμένους αγρότες, έτοιμους να ανταποκριθούν στις διεθνείς προκλήσεις, συμβάλλει στην ανοικοδόμηση σε νέες βάσεις μιας βιώσιμης ελληνικής γεωργίας η οποία θα είναι σε θέση να διεκδικήσει μια ισχυρή παρουσία στην παγκόσμια «αγροβιομηχανία».