Tα 100 δισ. ευρώ προσεγγίζουν οι συνολικές ενισχύσεις που κατευθύνονται προς τους αγρότες και κτηνοτρόφους από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981 έως και το τέλος της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2020).
Tα 100 δισ. ευρώ προσεγγίζουν οι συνολικές ενισχύσεις που κατευθύνονται προς τους αγρότες και κτηνοτρόφους από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981 έως και το τέλος της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2020).
Με βάση τα στοιχεία
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του αρμόδιου Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), από το 1981 έως και το 2017 (σ.σ. στοιχεία Μαρτίου 2017) οι συνολικές πληρωμές προς τους παραγωγούς ήταν 72,6 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι αυτό το ποσό αφορά μόνο τα κονδύλια που έχουν δοθεί από τα κοινοτικά ταμεία για την χρηματοδότηση των γεωργικών δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) καθώς και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας (ΕΤΑ) και δεν περιλαμβάνουν την εθνική συμμετοχή-δημόσια δαπάνη που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης εκάστης περιόδου.
Προκειμένου να υπάρξει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τα κεφάλαια που έχουν κατεύθυνση τον πρωτογενή τομέα θα πρέπει να προσμετρηθεί επίσης η εθνική και η ιδιωτική συμμετοχή στο ΠΑΑ 2007-2013, τα προβλεπόμενα κοινοτικά κονδύλια του πρώτου πυλώνα για την περίοδο 2018-2020 (περί τα 2 δισ. ετησίως), το υφιστάμενο ΠΑΑ, το οποίο στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο έχει προϋπολογισθεί σε 4,7 δισ. ευρώ περίπου, τα οποία αντιστοιχούν σε περίπου 6 δισ. ευρώ δημόσια δαπάνη, καθώς και τα κονδύλια του Ταμείου Αλιείας (περί τα 388 εκατ. ευρώ).
Μολονότι όμως το ύψος των κεφαλαίων που έχουν κατευθυνθεί στον πρωτογενή τα τελευταία 37 χρόνια τομέα ισοδυναμούν με ένα ΑΕΠ μιας χώρας, η αξιοποίησή τους δεν εμφάνισε σημαντικές «αποδόσεις» καθώς, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά παράγοντες της αγοράς, «από τα 100 δισ. επιδοτήσεις, το 10% έπιασε τόπο αντί για το 50%.»
Οι λόγοι της μη ανταποδοτικότητας του μοντέλου των αγροτικών επιδοτήσεων έχουν αναζητηθεί όλα αυτά τα χρόνια στα κακώς κείμενα της εγχώριας αγροτικής ιστορίας, όπως στους ανύπαρκτους παραγωγούς που λάμβαναν επιδοτήσεις, στο στρεβλό αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα, με αποτέλεσμα σήμερα να προσπαθεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του, στις λαθεμένες πολιτικές προσεγγίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων που κινούνταν στη λογική «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», που καλλιέργησε μια κουλτούρα υποσχέσεων προς τον πρωτογενή τομέα.
Παρ’ όλο που όλα τα παραπάνω φέρουν μια σημαντική ευθύνη για την κατάσταση που εμφανίζει η εγχώρια αγροτική οικονομία, θα πρέπει να προσμετρηθεί μια ουσιαστική παράμετρος: το μοντέλο των αγροτικών επιδοτήσεων στη μορφή που είχε καθιερωθεί αποδείχθηκε μη αποδοτικό. Οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν μια απευθείας χρηματοδότηση στον παραγωγό για αναπλήρωση εισοδήματος.
Η έννοια των «επενδυτικών κεφαλαίων» δεν ήταν ταυτισμένη στη συνείδηση των αγροτών. Η εκτίμηση αφορούσε κυρίως στη γενικότερη ιδέα ότι η Ε.Ε. πιστώνει αυτά τα ποσά απευθείας στους παραγωγούς της ώστε να υπάρχουν στην αγορά προϊόντα υψηλής ποιότητας σε προσιτές τιμές για τους καταναλωτές. Να μη σταματήσουν καλλιέργειες οι οποίες θα ήταν ιδιαιτέρως κοστοβόρες ως προς την παραγωγή τους. Δηλαδή, τα χρήματα των επιδοτήσεων να «επιστρέφουν» κατά κάποιο τρόπο στην κοινωνία.
Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα αποτελεί η ύπαρξη αγροτών επιχειρηματιών, ισχυρών συνεταιρισμών και μεγάλες εκμεταλλεύσεις.
Και τα τρία αυτά «στοιχεία» είναι σε έλλειψη στον εγχώριο αγροτικό τομέα, ο οποίος τα τελευταία μόλις χρόνια προσπαθεί να μπει σε αυτή τη «νέα» τροχιά ανασυγκρότησης. Όμως, ακόμα και σε «ισχυρότερες» αγροτικές αγορές, όπως στη Γαλλία, όπου τα αγροτικά κονδύλια εμφανίζονται να δαπανούνται πιο ορθολογικά σε σχέση με την Ελλάδα, οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι εξακολουθούν και έχουν σοβαρά προβλήματα.
Αυτό που χρήζει να γίνει αντιληπτό και κατ’ επέκταση εφαρμόσιμο ως προς την εγχώρια αγροτική οικονομία είναι η ανάγκη σχεδιασμού μιας στοχευμένης στρατηγικής. Η λογική του κατακερματισμού των πόρων για να ευχαριστηθούν όλοι δεν μπορεί να στηρίξει το οικοδόμημα της ανασυγκρότησης του αγροτικού τομέα. Θα πρέπει να υπάρξει ένας συγκεκριμένος τομέας εθνικού ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξεταστούν μοντέλα παραγωγής άλλων χωρών, π.χ. στο Ισραήλ καλλιεργούν μέσα στην έρημο, αυτό είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού της κυβέρνησης και όχι μεμονωμένα των παραγωγών. Θα πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά το κομμάτι της έρευνας προκειμένου να υπάρξουν λύσεις για τις εγχώριες ανάγκες. Οι αμπελώνες στη Γαλλία δεν έχουν σχέση με το κλίμα και το έδαφος στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να υιοθετούνται πάντα οι ίδιες πρακτικές. Πρέπει να αναζητηθούν οι δυνατότητες που μπορεί να ακολουθήσει η χώρα. Ταυτόχρονα ο κλάδος πρέπει να προχωρήσει στην αυτοοργάνωσή του. Μια τέτοια εξέλιξη θα απαγκιστρώσει κατά μεγάλο βαθμό την εξάρτηση του πρωτογενούς τομέα από τις εκάστοτε εναλλαγές των κυβερνητικών σχημάτων και ταυτόχρονα θα δώσει ουσιαστική δύναμη στους παραγωγούς σε επίπεδο διαπραγματευτικής ισχύς στην αγορά.
Σε ό,τι αφορά τις αγροτικές επιδοτήσεις υπάρχει μία, είναι η βασική αρχή την οποία επισημαίνει συνεχώς ο διευθυντής Οικονομικών Αναλύσεων, Προοπτικών και Αξιολογήσεων της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τάσος Χανιώτης, «το αγροτικό εισόδημα προκύπτει από την αγορά, οι ενισχύσεις της ΚΑΠ δεν είναι “μισθός” για τους αγρότες».
Το μέλλον
Η νέα προσέγγιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2021-2027 που επικεντρώνεται στον ενεργό αγρότη καθώς και στον περιορισμό της εξάρτησης από τις επιδοτήσεις μπορεί να αποτελέσει αφετηρία να αλλάξει όλη η προσέγγιση της δραστηριότητας του Έλληνα κατ’ επάγγελμα αγρότη.
Η εκσυγχρονισμένη Κοινή Αγροτική Πολιτική θα εστιάσει περισσότερο στο περιβάλλον και το κλίμα, θα στηρίξει τη μετάβαση προς έναν πιο βιώσιμο γεωργικό τομέα, θα στηρίξει την ανάπτυξη δυναμικών αγροτικών περιοχών.
Σύμφωνα με όσα γνωστοποιήθηκαν τον Ιούνιο, η Επιτροπή εισάγει ένα νέο τρόπο εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά το πώς χρησιμοποιούν τα χρηματοδοτικά κονδύλια που τους αναλογούν, ενώ θα έχουν επίσης τη δυνατότητα να μεταφέρουν μεταξύ άμεσων ενισχύσεων και αγροτικής ανάπτυξης, και το αντίστροφο, έως και το 15 % των κονδυλίων της ΚΑΠ που τους αναλογούν.
Στο επίκεντρο της νέας ΚΑΠ θα βρεθούν εννιά οικονομικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί στόχοι, τους οποίους τα κράτη-μέλη θα πρέπει να επιτύχουν, χρησιμοποιώντας τόσο τις άμεσες ενισχύσεις όσο και την αγροτική ανάπτυξη. Το κάθε κράτος-μέλος θα καταθέτει το σχετικό σχέδιο κάθε χρόνο, το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τις επιδόσεις και την πρόοδο κάθε χώρας προς την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων, μέσα από ετήσιες εκθέσεις απόδοσης και ανάλογα θα επιβραβεύει ή θα επιβάλει κυρώσεις που θα φτάνουν μέχρι και την αναστολή των πληρωμών. Η εκσυγχρονισμένη αυτή πολιτική θα διαθέτει έναν προϋπολογισμό 365 δισ. ευρώ και θα εξακολουθήσει να οικοδομείται γύρω από δύο πυλώνες: 1. άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς και 2. στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο αυτό σκέλος, η Επιτροπή προτείνει την αύξηση των εθνικών ποσοστών συγχρηματοδότησης. Επιπλέον ποσό ύψους 10 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη» θα υποστηρίξει την έρευνα και την καινοτομία στους τομείς τροφίμων, γεωργίας, αγροτικής ανάπτυξης και βιοοικονομίας.
Η Επιτροπή προτείνει μείωση των ενισχύσεων άνω των 60.000 ευρώ και την υποχρεωτική επιβολή ανώτατου ορίου για ενισχύσεις άνω των 100.000 ευρώ ανά γεωργική εκμετάλλευση.
Οι μικρές και μεσαίες γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα λάβουν υψηλότερο επίπεδο στήριξης ανά εκτάριο, ενώ οι χώρες θα πρέπει να αφιερώνουν τουλάχιστον το 2% της κατανομής των άμεσων πληρωμών τους για να βοηθήσουν τους νέους γεωργούς να εγκατασταθούν. Αυτό θα συμπληρωθεί με χρηματοδοτική στήριξη για την αγροτική ανάπτυξη και με διάφορα μέτρα που θα διευκολύνουν τις μεταβιβάσεις γαιών.
Συνολικά οι δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη νέα προγραμματική περίοδο της ΚΑΠ θα μειωθούν κατά 5%. Όσον αφορά την Ελλάδα θα λάβει συνολικά το ποσό των 16,229 δισ. ευρώ. Εξ αυτών τα 12,668 δισ. θα αφορούν άμεσες ενισχύσεις, τα 391 εκατ. τη στήριξη της αγοράς, ενώ κεφάλαια ύψους 3,170 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν στην αγροτική ανάπτυξη.
Αναλυτές της αγοράς αλλά και άμεσα εμπλεκόμενοι εκφράζουν επιφυλάξεις για την πρόταση της Κομισιόν. Ενδεικτικά, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων Αγροτών (CEJA), Jannes Maes, αναφέρει ότι «παρότι αναμφισβήτητα υπάρχουν κάποιες θετικές εξελίξεις στις προτάσεις της Κομισιόν για την ΚΑΠ, υπάρχουν πολλά σημεία που είναι απογοητευτικά. Πρώτα απ’ όλα, ο μειωμένος προϋπολογισμός που υποβλήθηκε στις προτάσεις για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο θα επηρεάσει όλους τους αγρότες και ίσως πιο πολύ όσους είναι νέοι και επιθυμούν να εισέλθουν ή να παραμείνουν στον τομέα. Η γεωργία θα καταστεί λιγότερο ανθεκτική, βιώσιμη και ανταγωνιστική εάν διατεθούν λιγότερα χρήματα στους αγρότες προκειμένου να παράγουν τρόφιμα που να ανταποκρίνονται στα υψηλότερα πρότυπα».
Από την άλλη, αγροοικονομολόγοι όπως ο κ. Stefan Tangermann, ο οποίος μέχρι το 2008 είχε διατελέσει διευθυντής στους τομείς Εμπορίου και Γεωργίας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, του Παρισιού, εκτιμά ότι «οι πιο ελκυστικές επιλογές για τη διαχείριση των κινδύνων μπορούν να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα, η μεγαλύτερη έμφαση στο περιβάλλον και το κλίμα μπορεί να ενισχύσει τη βιωσιμότητα και οι περισσότεροι πόροι για την καινοτομία μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας».
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η διαπραγμάτευση για τη νέα ΚΑΠ σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί έως την άνοιξη του 2020 ώστε να ξεκινήσει να εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του 2021. Ωστόσο, πολλοί εκτιμούν ότι τόσο η έγκριση των προτάσεων όσο και ο χρόνος που αυτές θα εφαρμοστούν τελικά θα ξεπεράσουν τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα, ενώ αρκετοί βλέπουν ότι το νέο σύστημα κατανομής των πόρων για τη γεωργία δεν θα εφαρμοστεί πριν από το 2023.
Στρατηγική διαχείρισης των κονδυλίων
Σύμφωνα με τη Σύμβαση Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας του καλοκαιριού του 2015, η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάθεση προτάσεων για την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας. Το τελικό κείμενο της στρατηγικής για τον αγροτικό χώρο οριστικοποιήθηκε το 2016 και έκτοτε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κινείται σε τροχιά υλοποίησης των προβλεπόμενων του σχεδιασμού. Ειδικά για το κομμάτι της απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων ο στόχος που τίθεται είναι διττός και αφορά αφενός τη μεγιστοποίηση της απορρόφησης των κονδυλίων και αφετέρου τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης.
Η στρατηγική για την επίτευξη των παραπάνω στόχων προβλέπει ως ενδεικτικά μέτρα διαχείρισης: Για τον Α’ Πυλώνα: Εγκατάσταση συμβουλευτικού- προληπτικού συστήματος προ-ελέγχου για την ενιαία ενίσχυση, ώστε να προετοιμάζονται τόσο το σύστημα υποβολής αιτήσεων όσο και οι γεωργοί. Η ενέργεια αυτή θα συμβάλει στην καλύτερη διαχείριση του συστήματος υποβολής αιτήσεων και θα βελτιώσει τη διαδικασία ελέγχων και πληρωμών. - Η υποβολή των δηλώσεων ενίσχυσης γίνεται είτε ατομικά μέσω διαδικτύου, είτε μέσω εγκεκριμένων φορέων υποβολής. Με την έναρξη της λειτουργίας του νέου συστήματος γεωργικών συμβουλών, οι ίδιοι οι γεωργικοί σύμβουλοι, απαραιτήτως, θα πρέπει να εισάγουν τις αιτήσεις των γεωργών-πελατών τους ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι παραλείψεις και τα λάθη και να υπάρχει δυνατότητα λογοδοσίας για τα όποια προβλήματα. - Εγκατάσταση συστήματος άμεσης πληροφόρησης από τον ΟΠΕΚΕΠΕ προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ, ώστε αυτές να μπορούν να αντλούν τα δεδομένα της εφαρμογής των μέτρων και να προβαίνουν σε διορθωτικές κινήσεις με την απαραίτητη τεκμηρίωση.
Για τον Β’ Πυλώνα: Παρεμβάσεις σε τρία επίπεδα: στον σχεδίασμά των μέτρων, στην έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίηση και στην πληρωμή.
α . Στον σχεδιασμό θα πρέπει κατά την επιλογή των μέτρων του ΠΑΑ να λαμβάνεται υπόψη και η ωριμότητα υλοποίησής τους από πλευράς των γεωργών. Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη μια προσέγγιση bottom-up.
β. Για την έγκαιρη υλοποίηση των μέτρων και την απορρόφηση των διαθέσιμων κονδυλίων είναι απαραίτητα τα εξής :
γ. Η συντόμευση του χρόνου υλοποίησης, ελέγχου και πληρωμής μπορεί να επιτευχθεί με τις παρακάτω δράσεις: - Αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο και επιλογή Ομάδων Τοπικής Δράσης (ΟΤΔ) Leader/Community-Led Local Development (CLLD) με πρόσκληση και όχι δημόσιο διαγωνισμό.