Ο κλάδος των αγροτικών προϊόντων και εν γένει των τροφίμων έσωσε την παρτίδα κατά τη διάρκεια της ύφεσης, με τις επιδόσεις κυρίως σε επίπεδο εξωτερικού εμπορίου να αποτελούν σημαντικό αντίβαρο έναντι των εγχώριων απωλειών και ταυτόχρονα να θωρακίζουν και την εικόνα της χώρας διεθνώς.
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ο κλάδος των αγροτικών προϊόντων και εν γένει των τροφίμων έσωσε την παρτίδα κατά τη διάρκεια της ύφεσης, με τις επιδόσεις κυρίως σε επίπεδο εξωτερικού εμπορίου να αποτελούν σημαντικό αντίβαρο έναντι των εγχώριων απωλειών και ταυτόχρονα να θωρακίζουν και την εικόνα της χώρας διεθνώς.
Η πορεία αύξησης των εξαγωγών απεδείχθη πως δεν είναι συγκυριακή, τα προϊόντα μας αντέχουν σε απαιτητικές αγορές και αναγνωρίζεται η ποιότητά τους.
Σε ό,τι αφορά τις φετινές επιδόσεις, συνολικά στο επτάμηνο στα αγροτικά προϊόντα σημειώνεται ενίσχυση 9,9% των εξαγωγών της σημαντικότερης κατηγορίας «τρόφιμα και ζώα ζωντανά», η αξία των οποίων έφτασε τα 2,741 δισ. ευρώ από 2,495 δισ. ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται ιχθυηρά, φρούτα και λαχανικά, φέτα κ.ά. Επίσης καταγράφεται μεγάλη ποσοστιαία αύξηση των αποστολών της κατηγορίας «λάδια & λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης», σε 457,2 εκατ. από 335,1 εκατ. ευρώ (+36,4%) - δηλαδή κατά κύριο λόγο των εξαγωγών ελαιόλαδου. Μείωση κατά 3,5% εμφανίζει η κατηγορία «ποτά και καπνός» στα 418,3 εκατ. ευρώ από 433,6 εκατ. ευρώ.
Ειδικά οι ελληνικές εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε επεξεργασία του συνδέσμου εξαγωγέων Incofruit-Hellas, κατά το φετινό οκτάμηνο ανήλθαν σε 696,6 εκατ. ευρώ, 12% περίπου αυξημένες σε σχέση με το αντίστοιχη περσινή περίοδο. Αντίστοιχα οι κατά όγκο εξαγωγές ανήλθαν σε 1.073.798 τόνους, αυξημένες κατά 8,6% έναντι του 2017. Πρώτα σε αξία εξαγωγών είναι τα πορτοκάλια (84,8 εκατ. ευρώ - ποσότητα 200.988 τόνοι) και ακολουθούν τα ακτινίδια (81,1 εκατ. ευρώ - ποσότητα 76.384 τόνοι). Παράλληλα υπήρξε μείωση των εισαγωγών το αντίστοιχο οκτάμηνο, κατά 2,8% σε αξία και κατά 0,6% σε όγκο με την μείωση εισαγωγών κυρίως σε λαχανικά κατά 12,2% σε αξία και κατά 7,6% σε όγκο. Η αξία των εισαγωγών στο εξεταζόμενο διάστημα ανήλθε σε 369.179.697 ευρώ.
Η ανθεκτικότητα που εμφανίζουν οι ελληνικές εξαγωγές αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα, ωστόσο, παρά τις αυξανόμενες επιδόσεις στη δεδομένη χρονική συγκυρία, ο αγροδιατροφικός κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με τρεις ιδιαίτερα σημαντικές προκλήσεις που αφορούν: το επικείμενο Brexit, στις χαμένες πωλήσεις επί ρωσικού εδάφους, τον «κορεσμό» της ευρωπαϊκής αγοράς.
Brexit
Το ενδεχόμενο δυσκολίας στις εξαγωγές σε μια τόσο σημαντική χώρα όπως η Βρετανία είναι ορατό για τους αγρότες στις 27 χώρες της Ε.Ε., εάν το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μετά το Brexit.
Οι τιμές των προϊόντων θα μπορούσαν να αυξηθούν ραγδαία εάν η Βρετανία εγκαταλείψει την τελωνειακή ένωση στο πλαίσιο ενός «σκληρού» Brexit, κάτι που η Βρετανίδα πρωθυπουργός δεν έχει αποκλείσει σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι όροι συναλλαγών που επιθυμεί. Σε αυτή την περίπτωση, οι Βρετανοί καταναλωτές πιθανότατα θα αγόραζαν λιγότερα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα. Σύμφωνα με την έκθεση της COPA-COGECA, αυτοί που θα πληγούν περισσότερο είναι οι παραγωγοί φρούτων, λαχανικών, βοδινού κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων και κρασιού - προϊόντα που αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο κομμάτι των ετήσιων εξαγωγών τροφίμων και γεωργικών προϊόντων της Ε.Ε. προς το Ηνωμένο Βασίλειο ύψους 45 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Κορεσμός εντός Ε.Ε.
Την ίδια ώρα, τα επίπεδα κατανάλωσης στην Ευρώπη, σύμφωνα με εκπροσώπους των εξαγωγέων, χαρακτηρίζονται ως στάσιμα, ενώ οι τιμές συμπιεσμένες, τη στιγμή που επί ευρωπαϊκού εδάφους «διευκολύνονται» οι εισαγωγές ομοειδών προϊόντων τρίτων χωρών. Όπως επισημαίνουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς, «η Κοινότητα “υποδέχεται” προϊόντα Τρίτων Χωρών για τα οποία δεν ισχύουν τα ίδια πρότυπα που αφορούν τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Επιπλέον ο νόμος της αγοράς δεν επιτρέπει να δοθεί “προτεραιότητα” στα κοινοτικώς παραγόμενα είδη». Σε αυτό το πλαίσιο, ένα βασικό αίτημα των Ελλήνων εξαγωγέων αφορά ένα δικαιότερο σύστημα εμπορίας με ίδια κριτήρια μεταξύ ευρωπαϊκών και μη αγροτικών προϊόντων. Η εικόνα εντός Ε.Ε. επιβαρύνεται και από το φαινόμενο διακίνησης από Έλληνες και Βαλκάνιους εμπόρους ατυποποίητων προϊόντων, κυρίως προς τα γειτονικά κράτη.
Κόντρα Δύσης - Ρωσίας
Το 2014 η Δύση επέβαλε κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, με τη Μόσχα να απαντά με εμπάργκο στην εισαγωγή τροφίμων. Τέσσερα χρόνια μετά και ενώ οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις σταματούν, το αποτέλεσμα για τους Έλληνες παραγωγούς είναι η απώλεια μιας ιδιαιτέρως σημαντικής αγοράς. Η Ελλάδα το 2013 «φιγούραρε» στην πρώτη δεκάδα των μεγαλύτερων προμηθευτών φρούτων και λαχανικών της Ρωσίας, εξάγοντας 140.000 τόνους. Αυτό ισοδυναμεί με το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας σε φρούτα και κηπευτικά, όπως προκύπτει από στοιχεία της Incofruit - Hellas. Το 2017, οι ελληνικές εξαγωγές στη Ρωσία μειώθηκαν κατά 164,48 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το 2013. Η πιο ουσιαστική επίπτωση του εμπάργκο αφορά το γεγονός ότι η Ρωσία κατάφερε να ενδυναμώσει σημαντικά την παραγωγική της δυναμική αγγίζοντας τα όρια της επάρκειας σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων. Ταυτόχρονα η Μόσχα έχει προχωρήσει σε μερική αποκατάσταση των εισαγωγών της από τρίτες χώρες, οι παραγωγοί των οποίων έχουν «κλειδώσει» την παρουσία τους στα ρωσικά ράφια. «Ακόμα και σήμερα να άνοιγε η ρωσική αγορά, τα ελληνικά προϊόντα θα χρειάζονταν δέκα χρόνια για να μπορέσουν να εισέλθουν και να καταγράψουν σημαντικές επιδόσεις» αναφέρουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς επισημαίνοντας ότι «το εμπόριο δεν περιμένει. Οι αγορές δεν περιμένουν». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις Ρώσων αξιωματούχων σε ενδεχόμενη άρση του εμπάργκο οι πιστοποιήσεις από τις αρμόδιες αρχές της Ρωσίας των εξαγωγέων σε κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. θα χρειασθεί τουλάχιστον μια τριετία να δοθούν, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο χρονοβόρα την αποκατάσταση κάλυψης του μεριδίου της αγοράς που είχαν τα προϊόντα της Ε.Ε. στη ρωσική αγορά.
Νέες καλλιέργειες - νέες αγορές
Στην κατεύθυνση της θωράκισης της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων κρίνεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη η αλλαγή της στρατηγικής, προκειμένου ο κλάδος όχι μονάχα να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα αλλά να καταφέρει να κατακτήσει σημαντικά μερίδια στα διεθνή ράφια.
Ο σχεδιασμός «έκτακτης» ανάγκης όπως τον χαρακτηρίζει ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών «Incofruit Hellas», Γιώργος Πολυχρονάκης, κινείται σε δύο σημαντικούς άξονες: στο άνοιγμα νέων αγορών καθώς και νέων καλλιεργειών.
Σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες, η στόχευση πρέπει να προβλέπει προϊόντα με διαφορετικά στάδια ωρίμανσης, ούτως ώστε να επεκταθεί η καλλιεργητική περίοδος και η εγχώρια παραγωγή να εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες που προσφέρει κλιματικά και γεωγραφικά η χώρα.
Όπως επισημαίνουν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κωνσταντίνος Κιττάς και Νικόλας Κατσούλας, «ο ανταγωνισμός των ελληνικών κηπευτικών που παράγονται, με τα αντίστοιχα κηπευτικά που προέρχονται από εκτός Ε.Ε. κράτη της Μεσογείου (Μαρόκο, Αίγυπτος, Τουρκία, κ.λπ.) είναι πολύ σκληρός, καθώς στις χώρες αυτές το εργατικό κόστος είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που καταργήθηκαν οι δασμοί μέσω θέσπισης ειδικών τελωνειακών συνθηκών με Τουρκία και Β. Αφρική, η παραγωγή κηπευτικών στα κράτη της Ν. Ευρώπης είναι εκτεθειμένη. Επίσης τα τελευταία χρόνια, στις χώρες αυτές άρχισαν να δημιουργούνται μικτές εταιρείες με Βορειοευρωπαίους (κυρίως Ολλανδούς, Βέλγους, Γάλλους και Γερμανούς), οι οποίες χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες, με συνέπεια να αυξάνουν την παραγωγή, να βελτιώνουν την ποιότητα και να διευκολύνουν την πρόσβαση των παραγόμενων προϊόντων στις αγορές των χωρών της Βόρειας Ευρώπης. Συνεπώς, για να υπάρξουν συγκριτικά πλεονεκτήματα για τα ελληνικά κηπευτικά, απαιτείται συνεχής ανάπτυξη και βελτίωση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας, παράλληλα με την άσκηση κατάλληλων πολιτικών στήριξης και ενθάρρυνσης της εγχώριας παραγωγής κηπευτικών».
Ο εμπλουτισμός των ποικιλιών θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ καθώς δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε ποικιλίες της δεκαετίας του ‘60 και του ‘80, ενώ οι ανταγωνίστριες χώρες συνεχώς ενισχύουν την παραγωγή τους με νέες ποικιλίες, υπερπρώιμες και όψιμες.
Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει στόχευση ανά αγορά με βάση τη ζήτηση. «Η ζήτηση δείχνει τον δρόμο» επισημαίνει ο κ. Πολυχρονάκης σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα πρέπει να βρει νέες αγορές για τα προϊόντα της, καθώς τα επίπεδα κατανάλωσης στην Ευρώπη είναι στάσιμα και οι τιμές συμπιεσμένες. Το κόστος των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων δείχνει ότι μπορεί πραγματικά να είναι ανταγωνιστικό και σε συνδυασμό με την καλή ποιότητα, όμως τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να ταξιδέψουν και σε απομακρυσμένες παγκόσμιες αγορές».
Οι ραγδαία αναπτυσσόμενες αγορές σε περιοχές όπου παραδοσιακά το ελληνικό εμπόριο διέθετε ισχυρή διείσδυση, όπως αυτές των χωρών της Μέσης Ανατολής και του Ισραήλ, πρέπει να αποτελούν τον άμεσο στόχο επέκτασης της διάθεσης των προϊόντων κυρίως των σύγχρονων νέων αγροτών, διότι σε αυτές τις αγορές δεν έχει ακόμα επέλθει ο «εμπορικός κορεσμός» αλλά και οι «παραδοσιακοί ανταγωνιστές μας» δεν έχουν ακόμα καταφέρει να εδραιωθούν αποτελεσματικά ώστε να λειτουργήσουν ανασχετικά προς τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα.
Όπως επισημαίνει όμως ο κ. Πολυχρονάκης, «η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στην πλειονότητα των ασιατικών αγορών εξαιτίας φυτοϋγειονομικών φραγμών, αλλά ακόμη και όταν αίρονται τα εμπόδια αυτά, η Ελλάδα συχνά αποτυγχάνει να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά έναντι άλλων χωρών, λόγω οργανωτικών ελλείψεων (η προσφορά είναι κατακερματισμένη και ανεπαρκώς προσαρμοσμένη σε αυτές τις αγορές)».
Ο ίδιος εκτιμά ότι οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις άλλες χώρες στις ασιατικές αγορές, και σε αυτό το πλαίσιο «η υπέρβαση των φυτοϋγειονομικών φραγμών που εμποδίζουν την πρόσβαση σε πολλές από αυτές, είναι προτεραιότητα».
Προκειμένου να ενισχυθεί η προσπάθεια αναπροσανατολισμού των εγχώριων εξαγωγών, απαιτείται επίσπευση της υπογραφής Πρωτοκόλλων Φυτοϋγείας με χώρες κυρίως της ΝΑ Ασίας, της Νοτίου Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής, που ενδιαφέρθηκαν για εισαγωγή ελληνικών προϊόντων, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χάνονται αγορές από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις προς όφελος των ανταγωνιστών μας. Επισημαίνεται ότι προς την κατεύθυνση αυτήν έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί, και μάλιστα με επιτυχία, ανταγωνιστές μας από τις άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Επενδύσεις
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Enterprise Greece, ο ρόλος των ιδιωτικών επενδύσεων σε αυτή την προσπάθεια κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς μέσα από την εισροή και διάθεση κεφαλαίων, τεχνογνωσίας και πρόσβασης σε μεγάλες αγορές του εξωτερικού, βοηθιούνται οι Έλληνες παραγωγοί να μεγιστοποιήσουν την προστιθέμενη αξία της παραγωγής τους και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους.
Ορισμένοι τομείς υπόσχονται υψηλές αποδόσεις στους επενδυτές. Συγκεκριμένα, ορισμένα είδη καλλιέργειας θεωρούνται «εξαγωγικές μηχανές» (όπως για παράδειγμα τα σταφύλια, τα πορτοκάλια, τα ροδάκινα, τα νεκταρίνια και τα ακτινίδια). Με την περαιτέρω τυποποίηση και κατάλληλη προώθηση μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ζήτηση. Ένας επιπλέον τομέας υψηλών προδιαγραφών είναι η παραγωγή οργανικών προϊόντων που λόγω της διαρκώς αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης υπόσχονται σημαντικό περιθώριο κέρδους. Η ελληνική αγορά τροφίμων διαθέτει ένα ευρύ φάσμα τοπικών προϊόντων: από ιδιαίτερα εξειδικευμένα προϊόντα, όπως μαστίχα Χίου, ελιές Καλαμάτας, κρόκος Κοζάνης, φιστίκια Αιγίνης μέχρι προϊόντα μεγάλης διαθεσιμότητας, όπως το γιαούρτι, το ελαιόλαδο, το μέλι, καθώς και Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Οι παραπάνω κατηγορίες προϊόντων μπορούν να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στη διαδικασία αναβάθμισης της εγχώριας παραγωγής, καθώς έχουν μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες και παρουσιάζουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να υλοποιηθούν επενδύσεις στους παρακάτω τομείς: ενοποίηση και αναβάθμιση της παραγωγικής αλυσίδας με στόχο τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας, ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων από καλλιέργειες υψηλής ποιότητας και μάρκετινγκ και πωλήσεις που θα εξασφαλίσουν την επιτυχή διείσδυση σε αναπτυγμένες αλλά και αναπτυσσόμενες αγορές.
Μικρομεσαίες
Στο εξαγωγικό κάδρο των εγχώριων αγροτικών προϊόντων η συμβολή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τροφίμων ποτών είναι καθοριστική. Η σχέση των δύο πλευρών είναι αλληλένδετη και προς τούτο οι σχεδιασμοί ανάπτυξης είναι σημαντικό να κινούνται με βάση αυτό το δεδομένο. Είναι ενδεικτικό ότι με βάση πορίσματα από πρόσφατη μελέτη της Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζα η κινητήρια δύναμη για τις μμε τροφίμων απορρέει από το γεγονός ότι κατάφεραν να αξιοποιήσουν μερικώς την κάθετη άνοδο του διεθνούς εμπορίου τροφίμων (κατά 80% την τελευταία δεκαετία). Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι η αναμφισβήτητα θετική- άνοδος των εξαγωγών τους κατά 30% την τελευταία δεκαετία δεν ήταν αρκετή για να διατηρήσουν το μερίδιό τους στις (μεγεθυμένες) διεθνείς αγορές (το οποίο περιορίστηκε στο 0,12% το 2017 από 0,16% το 2008).
Σύμφωνα με την έρευνα, μόνο το 11% των μικρών επιχειρήσεων και το 27% των μεσαίων επιχειρήσεων δήλωσε ότι κέρδισε μερίδια αγοράς στο εξωτερικό κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ στο ερώτημα αν το πρόβλημα κρύβεται στην εγγενή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τροφίμων ή στη στρατηγική που υιοθετήθηκε από τον τομέα των μμε, μία απάντηση μπορεί να δοθεί σύμφωνα με την ΕΤΕ από την παρατήρηση της πορείας των εξαγωγών τροφίμων από τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου. Καθώς οι μεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερά τα μερίδιά τους στις έντονα μεγεθυνόμενες διεθνείς αγορές (αυξάνοντας τις εξαγωγές κατά 80% την τελευταία δεκαετία), τα ελληνικά τρόφιμα φαίνεται ότι απολαμβάνουν υψηλής αποδοχής στις αγορές του εξωτερικού. Υπό αυτή την οπτική, όπως επισημαίνει η τράπεζα, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στα σημεία που χρήζουν βελτίωσης όσον αφορά τη στρατηγική εξωστρέφειας που ακολουθούν οι ελληνικές μμε ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν επαρκώς τα ενδογενή συγκριτικά πλεονέκτημα των ελληνικών προϊόντων.