Σε μια περίοδο κατά την οποία το ζητούμενο για την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας περιλαμβάνει όρους όπως «fast track επενδύσεις», «αύξηση απασχόλησης», «δημιουργία εισοδήματος» και «προστιθέμενης αξίας», ο πρωτογενής τομέας αποτελεί το γόνιμο πεδίο ανάπτυξης της χώρας.
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Σε μια περίοδο κατά την οποία το ζητούμενο για την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας περιλαμβάνει όρους όπως «fast track επενδύσεις», «αύξηση απασχόλησης», «δημιουργία εισοδήματος» και «προστιθέμενης αξίας», ο πρωτογενής τομέας αποτελεί το γόνιμο πεδίο ανάπτυξης της χώρας.
Και αυτό προκύπτει και από τα νούμερα, σύμφωνα με τα οποία, ακόμα και σήμερα που δεν έχουν αξιοποιηθεί πλήρως τα μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του αγροδιατροφικού, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, o γεωργικός τομέας συμβάλλει στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) κατά 2,9%, ενώ ταυτόχρονα καλύπτει το 14% της απασχόλησης. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 1,2% και 5%. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι περίπου το 1/3 των άμεσων επενδύσεων στη χώρα μας κατευθύνεται στον αγροδιατροφικό τομέα.
Κλειδί για την υλοποίηση όλων των σχεδιασμών που κινούνται στην κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί η δυνατότητα εξασφάλισης των αναγκαίων κεφαλαίων, η διασφάλιση όχι μονάχα μιας επαρκούς ρευστότητας, αλλά η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες κάθε δραστηριότητας του πρωτογενούς τομέα.
Οι ανάγκες
Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης «Εκτίμηση της πιθανής μελλοντικής χρήσης των Χρηματοδοτικών Εργαλείων (ΧΕ) στον αγροτικό τομέα της Ελλάδας για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020», προκύπτει ότι ένας μεγάλος αριθμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί ή έχει πολύ περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, λόγω αυξημένου κινδύνου των δραστηριοτήτων τους.
Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί καλύπτονται χρηματοδοτικά κυρίως από τη λήψη δημόσιων επιχορηγήσεων (κυρίως άμεσων ενισχύσεων) οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ και δανείων από οικογένεια και φίλους.
Οι ανάγκες χρηματοδότησης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι είτε βραχυπρόθεσμες (κεφάλαιο κίνησης, κυρίως για την αγορά πρώτων υλών) είτε μεσο-μακροπρόθεσμες (χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων κυρίως για αγορές εξοπλισμού και άλλες επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία).
Από τη μελέτη προκύπτει ότι οι μεταποιητές έχουν σχετικά ευκολότερη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση σε σύγκριση με τους γεωργούς. Οι ανάγκες χρηματοδότησης των μεσαίων και μεγάλων μεταποιητών αφορούν την αγορά πρώτων υλών, τη χρηματοδότηση των επενδυτικών τους σχεδίων και τις δαπάνες προώθησης των προϊόντων τους στο εξωτερικό. Επισημαίνεται ότι περίπου το 40% των επιχειρήσεων μεταποίησης που συμμετείχε στην έρευνα δήλωσε ότι θα μπορούσε να παράσχει μέρος της κυριότητας της επιχείρησης για να λάβει χρηματοδότηση.
Αναφορικά με την προσφορά για χρηματοδότηση, υπάρχουν ορισμένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που προσφέρονται από τις εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες, στον αγροδιατροφικό τομέα (π.χ. αγροκάρτα, συμβολαιακή γεωργία, χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης). Σχετικά με τους όρους χρηματοδότησης, οι τράπεζες απαιτούν ένα ευρύ φάσμα εξασφαλίσεων και εγγυήσεων τόσο από τις μικρές και μεγάλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις όσο και από τις μικρές μεταποιητικές, ενώ οι όροι είναι καλύτεροι για τις μεγαλύτερες μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Χρηματοδοτικό κενό
Από την ανάλυση της ζήτησης και της προσφοράς χρηματοδότησης προέκυψε η ύπαρξη χρηματοδοτικού κενού τόσο στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής της τάξεως των 2,2 - 2,5 δισ. ευρώ, όσο και στον τομέα της μεταποίησης τροφίμων 1,6 - 2,5 δισ. ευρώ.
Εργαλεία
Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται τρία χρηματοδοτικά εργαλεία. Συγκεκριμένα: Ένα εργαλείο «εγγύησης πρώτης ζημίας χαρτοφυλακίου», το οποίο αφορά δάνεια μεγαλύτερα από 25.000 ευρώ. Το συγκεκριμένο εργαλείο βασίζεται στο γεγονός ότι σε ένα οποιοδήποτε χαρτοφυλάκιο δανείων, που αναπτύσσεται από έναν χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ένα ποσοστό αυτών των δανείων κινδυνεύει να μην εξυπηρετηθεί. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με συνθήκες περιορισμού της ρευστότητας, μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία της αγοράς να παρέχει στις επιχειρήσεις τους απαραίτητους πόρους για την ανάπτυξή τους. Για να καλυφθεί αυτή η αδυναμία, το ΠΑΑ μπορεί να καλύψει ένα σημαντικό μέρος του κινδύνου χαρτοφυλακίου, ώστε οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να έχουν κίνητρο να παρέχουν χρηματοδότηση και μάλιστα με πολύ ευνοϊκούς όρους, καθώς: μειώνονται σημαντικά οι απαιτήσεις για εξασφαλίσεις και περιορίζεται το ύψος των επιτοκίων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δημιουργία ενός ταμείου εγγυήσεων για κάλυψη νέων δανείων προς τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, τις μεταποιητικές επιχειρήσεις και τις λοιπές επιχειρήσεις της υπαίθρου. Κάθε συμμετέχων χρηματοπιστωτικός οργανισμός αναπτύσσει ένα χαρτοφυλάκιο δανείων, ένα ποσοστό του οποίου είναι εγγυημένο από το ΠΑΑ.
Ένα εργαλείο «συνεπενδυτικής διευκόλυνσης ιδίων κεφαλαίων», για γεωργικές εκμεταλλεύσεις και μεταποιητικές επιχειρήσεις με αυξημένες ανάγκες για άμεση χρηματοδότηση. Το εργαλείο συνεπένδυσης ενδείκνυται για την κάλυψη αδυναμιών της αγοράς στη χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλού ρίσκου. Συγκεκριμένα, καλύπτει είτε περιπτώσεις καινοτόμων επενδύσεων σε νεοφυείς επιχειρήσεις είτε περιπτώσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων που θέλουν να πραγματοποιήσουν μεγάλες επενδύσεις, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εκμεταλλευθούν ευκαιρίες αύξησης των πωλήσεών τους. Οι επενδύσεις αυτές, λόγω του αυξημένου κινδύνου, δεν χρηματοδοτούνται συνήθως από τους παραδοσιακούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτού του εργαλείου, οι πόροι του ΠΑΑ χρησιμοποιούνται για τη σύσταση ταμείων με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών (venture capitals). Οι πόροι των ταμείων αυτών χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση, κυρίως, μεταποιητικών επιχειρήσεων, αποκτώντας, στην ουσία, ένα μέρος της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων αυτών μέσω της αγοράς μεριδίων. Στη συνέχεια, με την υποστήριξη των ιδιωτών επενδυτών, επιδιώκεται η μεγέθυνση της ενισχυόμενης επιχείρησης, με τελικό σκοπό την έξοδο του ταμείου από την επιχείρηση με την πώληση των μεριδίων που είχαν αποκτηθεί.
Ένα «εργαλείο μικροδανείων με επιμερισμό του κινδύνου» για γεωργικές εκμεταλλεύσεις και πολύ μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις, το οποίο αφορά δάνεια έως 25.000 ευρώ. Το συγκεκριμένο εργαλείο βασίζεται στο γεγονός ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι απρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν πιστωτικό ιστορικό και ρευστοποιήσιμες εξασφαλίσεις, ακόμη και αν η ζητούμενη χρηματοδότηση είναι χαμηλή. Για να καλυφθεί αυτή η αδυναμία, το ΠΑΑ χρηματοδοτεί περίπου το ήμισυ κάθε δανείου, ώστε να δώσει κίνητρο στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να παρέχουν δάνεια με επιτόκιο σχεδόν στο μισό του εμπορικού επιτοκίου και με ελάχιστες έως καθόλου εξασφαλίσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω πρόταση βρίσκεται ήδη σε φάση υλοποίησης.
Ο συνολικός προβλεπόμενος προϋπολογισμός για τα χρηματοδοτικά εργαλεία ανέρχεται σε 3% του συνολικού προϋπολογισμού του ΠΑΑ 2014-2020, δηλαδή σε περίπου 140 εκατ. ευρώ και η ενδεικτική κατανομή του για την εγγύηση χαρτοφυλακίου με ανώτατο όριο 40-70 εκατ. ευρώ, για το εργαλείο της συνεπενδυτικής διευκόλυνσης 30-50 εκατ. ευρώ και για μικροδάνεια 25-40 εκατ. ευρώ.
Οι τράπεζες
Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές εμπορικές τράπεζες, στις οποίες πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια του αρχικού δοκιμαστικού ελέγχου της αγοράς, επιβεβαίωσαν τη συνάφεια των προτεινόμενων χρηματοδοτικών μέσων για την αντιμετώπιση των εντοπισμένων αναγκών της αγοράς. Επιπλέον, εξέφρασαν το έντονο ενδιαφέρον τους για την εφαρμογή τόσο του μέσου εγγύησης πρώτης ζημίας χαρτοφυλακίου όσο και του μοντέλου μικροδανείων με επιμερισμό του κινδύνου.
Όπως προέκυψε στην πρόσφατη συνάντηση μεταξύ της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 και των εκπροσώπων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την παρουσίαση και συζήτηση των αποτελεσμάτων της μελέτης για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών εργαλείων, ο εγχώριος τραπεζικός τομέας εμφανίζει προθυμία να στηρίξει αγροτικό χαρτοφυλάκιο περί το 0,5 δισ. ευρώ.