Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η επόμενη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί τη λατρεύουν και αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, ορισμένες εκ των οποίων της δίνουν προβάδισμα 13 μονάδων έναντι του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2020. Η ίδια, στο βιβλίο της «Becoming», το οποίο κυκλοφορεί σήμερα, το διαψεύδει κατηγορηματικά.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η επόμενη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί τη λατρεύουν και αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, ορισμένες εκ των οποίων της δίνουν προβάδισμα 13 μονάδων έναντι του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2020. Η ίδια, στο βιβλίο της «Becoming», το οποίο κυκλοφορεί σήμερα, το διαψεύδει κατηγορηματικά.
«Επειδή ο κόσμος ρωτάει συχνά. Θα το πω εδώ ευθέως: Δεν έχω καμία πρόθεση να θέσω υποψηφιότητα για την προεδρία. Ποτέ. Δεν είχα ποτέ πάθος για την πολιτική. Και η εμπειρία των τελευταίων 10 ετών δεν το άλλαξε αυτό», γράφει στον επίλογο των απομνημονευμάτων της, αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύει σήμερα η «Guardian» και άλλα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
«Εξακολουθώ να αποστρέφομαι την κακεντρέχεια – τον φυλετικό διαχωρισμό του κόκκινου και του μπλε, αυτήν την άποψη ότι πρέπει να επιλέξουμε μία πλευρά και να μείνουμε προσκολλημένοι σε αυτή, ανίκανοι να ακούσουμε και να συμβιβαστούμε ή ακόμη και να είμαστε πολιτισμένοι ορισμένες φορές. Πιστεύω ότι η πολιτική στα καλύτερά της μπορεί να είναι ένα μέσο για θετική αλλαγή, όμως αυτή η αρένα δεν είναι για μένα», τονίζει η πρώην πρώτη κυρία των ΗΠΑ σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση για το πώς μεγάλωσε, για την εκπαίδευσή της, αλλά και τη δύσκολη προσπάθεια να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα σε καριέρα και οικογένεια.
Η αποστροφή της Μισέλ Ομπάμα γι’ αυτού του είδους την πολιτική δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον της χώρας της. «Από τη μέρα που έφυγε ο Μπαράκ από τον Λευκό Οίκο, έχω διαβάσει ιστορίες που έχουν ανακατέψει το στομάχι μου. Έχω μείνει ξάγρυπνη, βγάζοντας καπνούς για το τι πρόκειται να συμβεί», λέει.
«Είναι δύσκολο να βλέπεις πολιτικές οι οποίες έχουν χτιστεί πολύ προσεκτικά και συμπονούν τους πολίτες να αποσύρονται, να αποξενώνουμε ορισμένους από τους πιο στενούς συμμάχους μας και να αφήνουμε ευάλωτα μέλη της κοινωνίας εκτεθειμένα και αποκτηνωμένα. Κάποιες φορές απορώ πού μπορεί να είναι ο πάτος», γράφει η Μισέλ με μία πικρία για την πολιτική του Τραμπ, η οποία ισοπέδωσε ό,τι προσπάθησε να οικοδομήσει ο σύζυγός της στα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η ίδια μάλιστα, εξηγεί, δεν φανταζόταν ότι τον Ιούνιο του 2015, όταν ο Τραμπ αποκαλούσε τους Μεξικανούς «εγκληματίες και βιαστές», δίνοντας τον τόνο της διχαστικής πολιτικής και προεδρίας του, ήθελε πράγματι να κυβερνήσει. «Νόμιζα απλώς ότι ήθελε να τραβήξει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, διότι μπορούσε να το κάνει», εξηγεί.
Η έκπληξη αυτή υπήρχε και τη βραδιά των εκλογών του 2016, την οποία το ζεύγος Ομπάμα πέρασε στην κινηματογραφική αίθουσα του Λευκού Οίκου. Η πρώην πρώτη κυρία θυμάται τον πρόεδρο τότε Ομπάμα να κοιτάζει με απογοήτευση το κινητό του: «Ε, τα αποτελέσματα στη Φλόριντα φαίνονται κάπως περίεργα».
Για τη Μισέλ Ομπάμα ήταν αδύνατο να αδύνατο να μείνει ξύπνια έως τις πρώτες πρωινές ώρες για να μάθει τα τελικά αποτελέσματα. Ξάπλωσε για να το βγάλει από τα μυαλό της. Λίγο αργότερα, η είδηση επιβεβαιώθηκε: Ο Τραμπ θα διαδεχόταν τον σύζυγό της. Σήμερα το παραδέχεται, είχε μία άρνηση, απωθούσε το γεγονός όσο μπορούσε.
«Ευχόμουν απλώς να είχαν ψηφίσει περισσότεροι άνθρωποι. Και πάντα θα αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που ώθησε τόσες γυναίκες να απορρίψουν μία γυναίκα με τόσα προσόντα και να ψηφίσουν έναν μισογύνη για πρόεδρο. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πλέον δικό μας κι έπρεπε να ζήσουμε με αυτό», θυμάται.
Ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα ωστόσο ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τη μετάβαση με αξιοπρέπεια, να ολοκληρώσουν τα οκτώ χρόνια με τις ιδέες και την αυτοκυριαρχία τους ανέπαφη. Στις 20 Ιανουαρίου καλωσόρισαν τον Τραμπ και τη Μελάνια στον Λευκό Οίκο.
Οι θύμησες της Μισέλ Ομπάμα δεν περιορίζονται βεβαίως μόνο στα του Λευκού Οίκου. Με την αμεσότητα που τη διακρίνει, η πρώην πρώτη κυρία περιγράφει το υγιές – και ίσως συντηρητικό - οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε.
Θυμάται τη μητέρα της, η οποία δεν δούλευε όπως οι περισσότερες γυναίκες της δεκαετίας του ’60 και του ’70, αλλά φρόντιζαν τα παιδιά τους, καθώς και να είναι πάντα έτοιμο στην ώρα του το φαγητό. «Καμιά φορά φλέρταραν με τον πωλητή της ηλεκτρικής σκούπας, αλλά ο ενθουσιασμός τελείωνε εκεί», περιγράφει χαρακτηριστικά προοικονομώντας ότι εκείνη σίγουρα δεν ήθελε αυτή τη ζωή, έστω και αν είχε την ωριμότητα να ευχαριστεί τη μητέρα της για την εκπαίδευση, την αυτοεκτίμηση και τη φιλοδοξία που της εμφύσησε.
Με πολλές λεπτομέρειες θυμάται τις πρώτες μέρες του γάμου της με τον Μπαράκ, πόσο πολύ προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, μία προσπάθεια προσαρμογής που τη συνόδευσε έως τον Λευκό Οίκο.
«Μεγάλωσα με την αρχή να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και να μη βλέπω περιορισμούς, να πιστεύω ότι μπορώ να κυνηγήσω και να αποκτήσω όλα όσα ήθελα. Και τα ήθελα όλα», ομολογεί. «Ήθελα δουλειά, ήθελα οικογένεια, με την υπόσχεση ότι ο ένας δεν θα πνίγει τον άλλον. Ευχόμουν να γίνω ακριβώς όπως η μητέρα μου και την ίδια στιγμή να μην της μοιάζω καθόλου. Μπορούσα να τα έχω όλα. Θα τα είχα όλα; Δεν είχα ιδέα».
naftemporiki.gr