Η επικράτηση των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, επιβεβαίωσε τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό απέναντι στην πολιτική Τραμπ.Αν και σαφώς αποτελεί μια πρώτη πολιτική ήττα για τον Αμερικανό πρόεδρο, δεν ήταν «μπλε τσουνάμι». Οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν και μάλιστα με ενισχυμένη παρουσία τον έλεγχο της Γερουσίας, γράφει ο Μωυσής Λίτσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Η επικράτηση των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, επιβεβαίωσε τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό απέναντι στην πολιτική Τραμπ.
Αν και σαφώς αποτελεί μια πρώτη πολιτική ήττα για τον Αμερικανό πρόεδρο, δεν ήταν «μπλε τσουνάμι». Οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν και μάλιστα με ενισχυμένη παρουσία τον έλεγχο της Γερουσίας.
Με δεδομένο, όπως καταγράφηκε σε πολλές δημοσκοπήσεις, ότι το 55% των Αμερικανών ψηφοφόρων δεν εγκρίνει τους χειρισμούς Τραμπ και το 56% δηλώνει πως οι ΗΠΑ πηγαίνουν προς τη λάθος κατεύθυνση, η εκλογική επιτυχία των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν συνιστά δυναμικό «come back». Βεβαίως το αποτέλεσμα θέτει τέλος έως έναν βαθμό στην παντοκρατορία Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί, με την πλειοψηφία που έχουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μπορούν να μπλοκάρουν νομοθετικές πρωτοβουλίες του προέδρου και το κυριότερο, μετέχοντας σε πλειάδα επιτροπών, μπορούν να συστήσουν «προανακριτικές» που θα μπορούσαν να καταλήξουν ακόμη και σε προτάσεις μομφής.
Η επικράτησή τους ωστόσο δεν εγγυάται την επιστροφή τους στο Λευκό Οίκο και την ήττα ενός προέδρου από τους πλέον αμφιλεγόμενους των τελευταίων ετών, στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Οι αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές, που είχαν πάρει χαρακτήρα δημοψηφίσματος, σίγουρα ήταν ένα ηχηρό «Όχι» στον Τραμπ, αλλά όχι και ένα εξίσου ηχηρό «Ναι» στους Δημοκρατικούς, που εξακολουθούν να ταλανίζονται από κρίση ταυτότητας.
Οι εκλογές του 2008 ανέδειξαν τον πρώτο Αφροαμερικανό πρόεδρο στις ΗΠΑ, τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος όντως στην πρώτη του θητεία είχε εμπνεύσει με το σύνθημα για «αλλαγή».
Είχε καταφέρει να κινητοποιήσει μεγάλο μέρος της νεολαίας και να χρηματοδοτήσει την προεκλογική του εκστρατεία σε σημαντικό βαθμό από τη βάση και όχι από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που επηρεάζουν ανοικτά την πολιτική ζωή στις ΗΠΑ.
Πάτησε πάνω στο μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα που είχε προκαλέσει η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και τη μεγάλη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει η προεδρία Μπους και οι νεοσυντηρητικοί θεωρητικοί που τον περιστοίχιζαν.
Οι εκλογές της Τρίτης δεν προκάλεσαν κάτι ανάλογο. Η εκλογική επιτυχία ωστόσο υποψηφίων που δεν προέρχονται από το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος (Κορτέζ, Τλαΐμπ, Σάντερς) δείχνει ότι μεγάλη μερίδα Αμερικανών ψηφοφόρων όχι μόνο δεν αναζητά εναλλακτικές στη ρητορική του μίσους, αλλά αντίθετα επιβραβεύει όσους εναντιώνονται σε αυτήν.