Απόψεις
Πέμπτη, 08 Νοεμβρίου 2018 07:00

Ιερή Συμμαχία

Ως «ιστορική» χαρακτήρισαν τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, που ανακοίνωσαν το βράδυ της Τρίτης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος. Και κατά μία έννοια είναι ακριβώς έτσι, καθώς η σχέση συναλληλίας Πολιτείας-Εκκλησίας, έστω κατά το βυζαντινό προηγούμενο, καθίσταται πλέον ετεροβαρής. Απέχοντας πολύ από το να συνιστά «εξορθολογισμό των σχέσεων» μεταξύ των δύο πλευρών -και πολύ περισσότερο «διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους»-, η συμφωνία επιβεβαιώνει και ενισχύει τον διαρκή και συνθλιπτικό ρόλο τον οποίο -μέσω της Ιεραρχίας της- ασκεί η Εκκλησία στα δημόσια πράγματα του τόπου, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Δ.Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Ως «ιστορική» χαρακτήρισαν τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, που ανακοίνωσαν το βράδυ της Τρίτης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος. Και κατά μία έννοια είναι ακριβώς έτσι, καθώς η σχέση συναλληλίας Πολιτείας-Εκκλησίας, έστω κατά το βυζαντινό προηγούμενο, καθίσταται πλέον ετεροβαρής. Απέχοντας πολύ από το να συνιστά «εξορθολογισμό των σχέσεων» μεταξύ των δύο πλευρών -και πολύ περισσότερο «διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους»-, η συμφωνία επιβεβαιώνει και ενισχύει τον διαρκή και συνθλιπτικό ρόλο τον οποίο -μέσω της Ιεραρχίας της- ασκεί η Εκκλησία στα δημόσια πράγματα του τόπου.

Η συμφωνία πόρρω απέχει από τις διακηρυχθείσες προθέσεις της ηγεσίας της κυβέρνησης, κατά την παρουσίαση των προτάσεων Συνταγματικής Αναθεωρήσεως, για ένα «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος», καθώς αναγνωρίζεται πλήρως το δικαίωμα παρέμβασης της Ιεραρχίας σε μια διαδικασία που είναι αποκλειστική υπόθεση των εκλεγμένων εκπροσώπων του λαού. Ενώ, εντύπως και προφορικώς, αναγνωρίζεται «η προσφορά και ο ιστορικός της ρόλος (της Εκκλησίας) στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του Ελληνικού Κράτους». Εγκρατείς μελετητές των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας επισημαίνουν ότι η συμφωνία που ανακοινώθηκε είναι δυνατόν να προκαλέσει προβλήματα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παραμένουν όλες οι Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών».

Δηλαδή, όλων εκείνων των περιοχών που περιήλθαν στο Ελληνικό Κράτος μετά την απελευθέρωσή τους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Διά της συμφωνίας ενισχύεται -αν όχι επιβάλλεται- ένα καθεστώς οιονεί δεσποτοκρατίας στο εσωτερικό της Εκκλησίας, γεγονός που προκαλεί οργισμένες αντιδράσεις του κατώτερου κλήρου. Συναφώς, η Εκκλησία αποκτά -μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας- δικαιώματα πλήρους συνιδιοκτησίας για αμφισβητούμενο τμήμα της περιουσίας που διεκδικεί, απαλλασσόμενη από πολύχρονους και δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες.  

Συνομολογηθείσα σε έναν ώριμο προεκλογικό χρόνο, η συμφωνία επικυρώνει «τη συναλληλία κάλπης και παγκαριού», όπως σημείωσε ο καθ. Θεολογίας Μάριος Μπέγζος. Πρόκειται λοιπόν για μια «Ιερή Συμμαχία» μεταξύ κυβέρνησης και Ιεραρχίας, με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει υποστείλει όλες τις ιδεολογικές σημαίες, προτιμώντας τον σφικτό εναγκαλισμό με τον πλέον συντηρητικό θεσμό του κοινωνικού οικοδομήματος, από την εμμονή σε καθαρές θέσεις και αξίες που για δεκαετίες οιστρηλατούσαν την Αριστερά.

Αλλά η προσχώρηση στον παράδεισο της συστημικότητας έχει ως αυτονόητο κόστος την απώλεια της ψυχής της.