Απόψεις
Πέμπτη, 01 Νοεμβρίου 2018 07:00

Η Αλβανία κι εμείς

Η ρητορική μίσους εκ μέρους υψηλών αξιωματούχων της Αλβανίας, που ακολούθησε τη δολοφονία του 35χρονου Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες Αργυροκάστρου, απέδειξε ότι ο εθνικισμός και ο αγοραίος ανθελληνισμός παραμένουν η μοναδική σταθερά στο πολιτικό σκηνικό της. Είτε πρόκειται για τη Δεξιά του Σάλι Μπερίσα, είτε για τους κατ’ όνομα Σοσιαλιστές του Έντι Ράμα, ο αφελληνισμός της Βορείου Ηπείρου είναι κοινός στόχος και το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας», που φαντασιώνονται, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Η ρητορική μίσους εκ μέρους υψηλών αξιωματούχων της Αλβανίας, που ακολούθησε τη δολοφονία του 35χρονου Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες Αργυροκάστρου, απέδειξε ότι ο εθνικισμός και ο αγοραίος ανθελληνισμός παραμένουν η μοναδική σταθερά στο πολιτικό σκηνικό της. Είτε πρόκειται για τη Δεξιά του Σάλι Μπερίσα, είτε για τους κατ’ όνομα Σοσιαλιστές του Έντι Ράμα, ο αφελληνισμός της Βορείου Ηπείρου είναι κοινός στόχος και το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας», που φαντασιώνονται.

Απέναντι σε αυτήν την εξόφθαλμα εχθρική στάση, η Ελλάδα πολιτεύεται με θεία αφέλεια, παραμένοντας πιστή στην οδηγία που εξέδωσε στις 30-6-1911 το υπουργείο Εξωτερικών: «Είναι απολύτως αναγκαίο να γίνει καλά κατανοητό από τους Αλβανούς ότι η Ελλάδα ποτέ δεν είχε μια εχθρική και απειλητική συμπεριφορά απέναντί τους. Αντιθέτως, η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους είναι μέσα στα συμφέροντα της Ελλάδας γιατί, από ανάγκη, θα είναι ένας πιστός φίλος και απαραίτητος σύμμαχος για μας».  Η πίστη αυτή δεν διαλύθηκε ούτε όταν -παρά τις πιεστικές προτάσεις των «πατέρων» της αλβανικής εθνικής αφύπνισης Ισμαήλ Κεμάλ, Φαΐκ Κονίτσα και Θεοφάνη Νόλι, για τη δημιουργία ενός ελληνο-αλβανικού δυαδικού κράτους, στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας- οι Αλβανοί μπέηδες επέλεξαν να πολεμήσουν υπό τη σουλτανική ημισέληνο στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.

Απαράλλακτη παρέμεινε η ελληνική στάση, όταν δέχτηκε να αποσυρθεί από τη Βόρειο Ήπειρο ο Ελληνικός Στρατός, που την απελευθέρωσε δύο φορές, μεταξύ Βαλκανικών και Α’ Π.Π. Η Ελλάδα εγκατέλειψε στην προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, από το 1921, συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς στο Αργυρόκαστρο, με ελληνικό σχολείο από το 1633, στην Κορυτσά από το 1724 και γυμνάσιο από το 1856, στη Μοσχόπολη από το 1840 και στην περιοχή της Χειμάρρας με σχολεία από τα μέσα του 18ου αιώνα.Η Αλβανία, κράτος που προέκυψε από τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, στρατεύτηκε με τους Ιταλούς στην εισβολή του 1940 και έως την αποχώρηση και του τελευταίου Ναζί από την Ελλάδα διατηρούσε έπαρχο στην Πρέβεζα, ως δύναμη κατοχής, ενθυλακώνοντας μάλιστα και 218 εκατ. δραχμές, πριν το ελληνικό νόμισμα χάσει την αξία του.

Η «Νέα Αλβανία», μετά τους Χότζα-Αλία, χρωστάει την ύπαρξή της στην Ελλάδα και στον πακτωλό των δισεκατομμυρίων δραχμών -τουλάχιστον 30- και τα εκατομμύρια δολάρια που διοχετεύθηκαν από την Αθήνα στα Τίρανα. Ενώ, δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί χρωστούν τη ζωή τους στην φροντίδα που βρήκαν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Χατζηκώστα» στα Ιωάννινα. Ακόμη και ειδικές αεροπορικές πτήσεις έγιναν για να μεταφερθούν στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη οι ετοιμόγεννες γυναίκες Αλβανών πολιτικών, όταν η Ιταλία είχε κλείσει ερμητικά τις πόρτες της…Η περιλάλητη besa των Αλβανών είναι μια φενάκη, η οποία κρύβει το αποκρουστικό πρόσωπο ενός πρωτόγονου εθνικισμού κι ενός χυδαίου ανθελληνισμού, στην υπηρεσία της Τουρκίας. Η Αθήνα οφείλει να προσαρμόσει αναλόγως την πολιτική της.