Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, λειτουργώντας σε μια αγορά και οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, προσπαθούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την κερδοφορία τους σε ένας δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Τα αυξημένα έξοδα, η υπερφορολόγηση και η αύξηση των εισφορών σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση, δημιούργησαν μειωμένη ρευστότητα και περιόρισαν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντίστοιχη πίεση έχει δεχθεί και η ασφαλιστική αγορά στο σύνολό της.
Του Γιάννη Ξηρογιαννόπουλου
Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, λειτουργώντας σε μια αγορά και οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, προσπαθούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την κερδοφορία τους σε ένας δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Τα αυξημένα έξοδα, η υπερφορολόγηση και η αύξηση των εισφορών σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση, δημιούργησαν μειωμένη ρευστότητα και περιόρισαν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντίστοιχη πίεση έχει δεχθεί και η ασφαλιστική αγορά στο σύνολό της.
Σε μία τέτοια δυσμενή συγκυρία λοιπόν η διείσδυση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς στο σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας μας έχει παραμένει σταθερά κολλημένη τα τελευταία έτη στο 2% επί του Εθνικού Ακαθάριστου Προϊόντος (GDP), όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανέρχεται περίπου στο 7,50%. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Insurance Europe από τις 33 χώρες που εξετάζει η Insurance Europe η Ελλάδα καταλαμβάνει την 29η θέση, μπροστά μόνο από την Εσθονία, την Τουρκία, τη Ρουμανία και τη Λετονία. Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα καταφέρουμε ως χώρα και ως αγορά να ξεφύγουμε από τις χαμηλές αυτές επιδόσεις, ώστε κάποια στιγμή να μπορέσουμε να καλύψουμε το κενό με τους Ευρωπαίους συναδέλφους μας.
Η εποχή της κρίσης έχει αναδείξει όμως και κάποιους παράγοντες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εφαλτήρια για την ανάκαμψη της αγοράς μας και την ανάπτυξη.
Όπως έχει παρατηρηθεί και ισχύει, σε περίοδο οικονομικής ύφεσης η ανασφάλεια που αισθάνεται κάποιος, σε επαγγελματικό αλλά και σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο αυξάνεται σημαντικά. Έτσι κάποιος που σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας θα θεωρούσε ενδεχομένως ότι θα μπορούσε «με ίδια μέσα» να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ενός ζημιογόνου γεγονότος, σε περίοδο κρίσης αισθάνεται και αντιλαμβάνεται ότι σε μια ενδεχόμενη ζημιά δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί. Η αυξημένη ανασφάλεια λοιπόν οδηγεί στην αναζήτηση ασφαλιστικών λύσεων, για τη διαχείριση, τον περιορισμό και την κάλυψη των κινδύνων που μας απειλούν.
Η κρίση ανέδειξε επίσης κάποια κενά στην ασφαλιστική νομοθεσία και την εποπτεία της αγοράς, τα οποία έπρεπε να καλυφθούν προκειμένου η χρηματοπιστωτική αγορά εν γένει να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία της και να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Ένα θετικό λοιπόν στοιχείο που προκύπτει μέσα από τα χρόνια της ύφεσης είναι ότι αυτή επέδρασε καθοριστικά ώστε να αφήσουμε πίσω μας λάθος στρατηγικές, να γυρίσουμε σελίδα και να κοιτάξουμε το μέλλον από άλλη σκοπιά. Παράλληλα, καθοριστική ήταν και η συνδρομή των αρμόδιων ευρωπαϊκών αρχών που μερίμνησαν για τη θέσπιση ενός νέου πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας της αγοράς, το οποίο την καθιστά περισσότερο διαφανή και ασφαλή. Η ανάδειξη της αξιοπιστίας της ασφαλιστικής αγοράς είναι αυτή που θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη στον θεσμό της Ιδιωτικής Ασφάλισης και θα ενισχύσει την ασφαλιστική συνείδηση.
Προκειμένου να γίνει αυτό θα πρέπει πρωτίστως να φανούν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας και η επαναφορά στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα. Πολύ σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια προοπτική θα παίξει η βελτίωση της ψυχολογίας στην αγορά, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης, σε προϊόντα και υπηρεσίες και κατά συνέπεια θα παρασύρει σε μεγαλύτερη κινητικότητα και την ασφαλιστική αγορά.
Επιπλέον, το νομοθετικό πλαίσιο αλλάζει άρδην σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και με την εναρμόνιση της Ευρωπαϊκή Οδηγίας (IDD) στην Ελληνική Νομοθεσία η αγορά θα ανοίξει περαιτέρω και θα δημιουργηθούν νέα κανάλια διανομής ασφαλιστικών προϊόντων που θα παρέχουν την ασφάλιση συμπληρωματικά με το αγαθό που εμπορεύονται ή την υπηρεσία που παρέχουν, καθιερώνοντας τη διαμεσολάβηση και ως δευτερεύουσα δραστηριότητα.
Η ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνολογίας και η εφαρμογή της στην ασφαλιστική αγορά θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα ασφαλιστικά προϊόντα προωθούνται και πωλούνται (κυρίως retail ασφαλιστικά προϊόντα) δημιουργώντας μια ανακατανομή στα κανάλια διανομής. Ένα σημαντικό κομμάτι πωλήσεων retail ασφαλιστικών προϊόντων προωθείται πλέον, είτε μέσω απευθείας πωλήσεων (direct sales) είτε ηλεκτρονικά μέσω εξειδικευμένων ασφαλιστικών sites και e-shops.
Παράλληλα, μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες τεχνολογίας και οργανισμοί (Google, Amazon, Alibaba, Facebook, κ.ά.) έχουν ήδη κάνει τις πρώτες απόπειρες ενασχόλησής τους με την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων μέσω των εφαρμογών τους, έχοντας μια τεράστια βάση δεδομένων εν δυνάμει πελατολογίων προς εκμετάλλευση για την προώθηση διασταυρούμενων πωλήσεων.
Από την άλλη πλευρά όμως πάντα θα υπάρχει ανάγκη και ζήτηση για παροχή εξειδικευμένων ασφαλιστικών υπηρεσιών προς τους ενδιαφερόμενους πελάτες. Όσο πιο εξειδικευμένος είναι ο προς ασφάλιση κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη ενημέρωσης και καθοδήγησης του πελάτη, μέσω των συμβουλευτικών υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας που ο επαγγελματίας μεσίτης Ασφαλίσεων μπορεί να του παρέχει.
Εν κατακλείδι, οι πρότυπες επαγγελματικές πρακτικές είναι αυτές που ενισχύουν την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς στο σύνολό της και προάγουν την ασφαλιστική συνείδηση. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε ως αγορά να πετύχουμε μεγαλύτερη διείσδυση στην οικονομία και την κοινωνία και μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη που τόσο πολύ όλοι μας προσδοκούμε και συζητάμε.