Tο 2009, στην αυγή της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, ο αριθμός των οφειλετών προς το Δημόσιο ανερχόταν σε κάτι παραπάνω από 1 εκατομμύριο συμπολίτες μας. Το 2018, σχεδόν δέκα χρόνια μετά δηλαδή, και με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, ο αριθμός αυτός έχει τετραπλασιαστεί. Από τα 4 εκατομμύρια, μάλιστα, των οφειλετών, οι 8 στους 10 χρωστούν έως 2.000 ευρώ. Πρόκειται για τους λεγόμενους «μικρο-οφειλέτες», γράφει ο Ανδρέας Ποττάκης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανδρέα Ποττάκη*
Tο 2009, στην αυγή της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, ο αριθμός των οφειλετών προς το Δημόσιο ανερχόταν σε κάτι παραπάνω από 1 εκατομμύριο συμπολίτες μας. Το 2018, σχεδόν δέκα χρόνια μετά δηλαδή, και με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, ο αριθμός αυτός έχει τετραπλασιαστεί. Από τα 4 εκατομμύρια, μάλιστα, των οφειλετών, οι 8 στους 10 χρωστούν έως 2.000 ευρώ. Πρόκειται για τους λεγόμενους «μικρο-οφειλέτες».
Με την ολοκλήρωση της «μνημονιακής» περιόδου, οι στόχοι σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα και την αύξηση των δημοσίων εσόδων φαίνεται ότι εν πολλοίς επιτεύχθηκαν. Με την υιοθέτηση φιλόδοξων, ενίοτε και ακραίων, στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, το Ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης από ελλειμματικό, στο επίπεδο του 15% του ΑΕΠ στην αρχή της «μνημονιακής» εποχής, έχει πλέον καταστεί οριακά πλεονασματικό, το δε πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ. Τα έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Από την άλλη, το σύνολο των οφειλών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, υπερέβη πλέον και το ψυχολογικό όριο των 100 δισ. ευρώ.
Και μπορεί η αύξηση του ιδιωτικού χρέους προς το Δημόσιο να μη γίνεται τελευταία με γεωμετρική πρόοδο, είναι πάντως σταθερή και μέχρι στιγμής δεν έχει αναχαιτισθεί. Ως αντιστάθμισμα της διαρκούς αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, έχει πολλαπλασιαστεί η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, ιδίως οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποτελούν την πλέον διαδεδομένη διαδικασία για την εξασφάλιση της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2015 η ΑΑΔΕ προέβη σε περίπου 650.000 κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, το 2016 ο αριθμός των κατασχέσεων διπλασιάστηκε, το 2017 οι κατασχέσεις υπερέβησαν το 1,7 εκατομμύριο, ενώ έως τον Μάιο του τρέχοντος έτους είχαν αγγίξει το 1,2 εκατομμύριο. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα σε ό,τι αφορά κατασχέσεις λογαριασμών για την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών.
Σε μία προσπάθεια να αυξήσουν ακόμη περισσότερο την εισπραξιμότητα εσόδων για το Δημόσιο, και παράλληλα να επιδείξουν μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στη μεγάλη μάζα των οφειλετών προς το Δημόσιο, διαδοχικές κυβερνήσεις επεξεργάστηκαν και νομοθέτησαν ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής. Οι συχνές, σχεδόν διαδοχικές πρωτοβουλίες όλων των τελευταίων κυβερνήσεων για παροχή κινήτρων προς αποπληρωμή των οφειλών τους προς το Δημόσιο μέσω ρυθμίσεων και εξοφλήσεων σε δόσεις -με όσα προβλήματα αυτές οι ρυθμίσεις έχουν παρουσιάσει και κατά καιρούς έχει αναδείξει με παρεμβάσεις του ο Συνήγορος του Πολίτη, ιδίως σε ό,τι αφορά σε ανελαστικούς κανόνες απώλειας της ρύθμισης αλλά και υπέρογκων προσαυξήσεων και επιτοκίων- μπορεί να αποτελούν μία πρόσκαιρη, τουλάχιστον, ανάσα, μια σανίδα επιβίωσης, ακόμη και σωτηρίας σε κάποιες περιπτώσεις.
Κινδυνεύουν, όμως, να δημιουργήσουν και να παγιώσουν στρεβλώσεις τόσο στον ανταγωνισμό όσο και στη συνείδηση των υπόχρεων.
Στον ανταγωνισμό, διότι όλες οι τελευταίες ρυθμίσεις δεν συνοδεύονται και από κατάλληλα, ουσιαστικά και επαρκή κίνητρα για όσους δεν οφείλουν, είναι ενήμεροι, είναι συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο. Και μάλιστα με ό,τι αυτό σημαίνει για το βιοτικό επίπεδο των συνεπών υπόχρεων που είναι φυσικά πρόσωπα, αλλά και για τα επιχειρηματικά, επενδυτικά σχέδια των συνεπών στις υποχρεώσεις τους νομικών προσώπων.
Στη συνείδηση, διότι τείνει να παγιωθεί η αντίληψη ότι κάποια νέα ρύθμιση θα νομοθετηθεί, συνεπώς -και με το δεδομένο της έλλειψης κινήτρων για τους συνεπείς υπόχρεους, γιατί να πληρώνει κανείς στην ώρα του;
Σε μία ενδιαφέρουσα σύμπτωση, τόσο η λήψη αναγκαστικών μέτρων, όπως η κατάσχεση χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς, όσο και η διαμόρφωση προγραμμάτων ρύθμισης της εξόφλησης των οφειλών, δεν αφορούν μόνο την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού χρέους προς το Δημόσιο, τις οφειλές, δηλαδή, φυσικών και νομικών προσώπων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα ΝΠΔΔ τους ΟΤΑ. Επηρεάζουν και την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού χρέους προς ιδιώτες πιστωτές. Όπως και οι οφειλέτες προς το Δημόσιο, έτσι και οι ιδιώτες πιστωτές συχνά αιφνιδιάζονται από πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης της διοίκησης κατά οφειλετών -του Δημοσίου αλλά και των ιδίων- που τους περιορίζει ή και κατ’ ουσία ακυρώνει τα δικαιώματα και τη δυνατότητα δικής τους ικανοποίησης. Επηρεάζουν, επιπλέον, και την ανταγωνιστικότητα και την ισότιμη αντιμετώπιση των συμπολιτών μας και των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στη χώρα. Για μία πραγματικά δίκαιη, οικονομικά και κοινωνικά, πολιτική για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, η παροχή διευκολύνσεων προς οφειλέτες να ρυθμίσουν τα χρέη τους ή την αποπληρωμή τους θα πρέπει να αντισταθμίζεται και από ανάλογα κίνητρα για όσους εξακολουθούν, σε πείσμα των εποχών, να είναι συνεπείς προς τις φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.
*Ο κ. Ποττάκης είναι ο Συνήγορος του Πολίτη