Τα τελευταία χρόνια η εγχώρια πολιτική φιλολογία παράγει με αυξανόμενους ρυθμούς κρίσεις και τοποθετήσεις για κάθε τι που χαρακτηρίζεται, χωρίς επαρκή σαφήνεια, «λαϊκισμός», γράφει ο Χρήστος Α. Ιωάννου.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Χρήστου Α. Ιωάννου, οικονομολόγος
Τα τελευταία χρόνια η εγχώρια πολιτική φιλολογία παράγει με αυξανόμενους ρυθμούς κρίσεις και τοποθετήσεις για κάθε τι που χαρακτηρίζεται, χωρίς επαρκή σαφήνεια, «λαϊκισμός». Για τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Σουηδούς, τους Αυστριακούς, τους Ούγγρους, τους Αμερικανούς, κ.ο.κ.
Τα παραγόμενα σχόλια και οι τοποθετήσεις για κάθε έναν από τους «λαϊκισμούς» του εξωτερικού δείχνουν μια «κοσμοπολίτικη» έως και «διεθνιστική» διάθεση. Η οποία είναι κατ’ ουσίαν επαρχιώτικη, μέρος του δικού μας λαϊκισμού, ο οποίος συγκαλύπτεται ή αγνοείται. Όλοι αυτοί έχουν τα ζητήματά τους ως κοινωνίες και ως οικονομίες, αλλά η δική μας παραμένει σε κατάσταση «τεχνικής χρεοκοπίας» (δηλ. εκτός αγορών). Η σχετική φιλολογία ανακαλύπτει και σχολιάζει τον λαϊκισμό με αφορμή το μεταναστευτικό και τη σύγχρονη δεύτερη παγκοσμιοποίηση, στις ποικίλες διηπειρωτικές εκδοχές του. Αλλά όχι τους δικούς μας λαϊκισμούς. Οι οποίοι υπήρχαν, όπως και άλλες εθνικές εκδοχές του, πριν από τη δεύτερη παγκοσμιοποίηση και τις κρίσεις της μετά το 2008, πριν από τη μεταναστευτική κρίση και την κορύφωσή της στην Ευρώπη το 2015-2016.
Για τον ελλαδικό λαϊκισμό ένα σχήμα, επιφανειακό, τον ορίζει με βάση τις πολιτικές-κομματικές διαιρέσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου και της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Τον θέλει, ένθεν κακείθεν, να αφορά την περίοδο μετά τις 18 Οκτωβρίου 1981, ημέρα εκλογών και «Αλλαγής», επέτειο 37ετίας, η οποία ήταν την περασμένη εβδομάδα.
Δυστυχώς όμως ο μεταπολιτευτικός λαϊκισμός δεν άρχισε τότε. Απλώς, παρά και την εναλλαγή κυβερνήσεων και κομμάτων, συνεχίσθηκε, διατηρήθηκε και διευρύνθηκε. Οδηγώντας εντέλει στη χρεοκοπία του 2009-2018. Και συνεχίζεται ακόμη.
«Τα τελευταία χρόνια η Χώρα ζει μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανέμελου καταναλωτικού ευδαιμονισμού που δεν δικαιολογείται ούτε από τις παραγωγικές της επιδόσεις, ούτε από την παγκόσμια πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένας πληθωρισμός που εξακολουθεί να κινείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα, ένα συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα του δημόσιου τομέα της οικονομίας που τροφοδοτεί διαρκώς τον πληθωρισμό, ένα ισοζύγιο πληρωμών που γίνεται ανησυχητικό, μια παραοικονομία που δεν ελέγχεται και τροφοδοτεί τον παρασιτισμό και την φοροδιαφυγή κι ένας μαρασμός της βιομηχανικής παραγωγής και κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, που συνεχιζόμενος θα προσθέσει οξύτητα στην ανεργία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων και έτσι η οικονομική ύφεση θα προσλάβει σοβαρότερες διαστάσεις».
Αυτά δεν είναι γραμμένα την, και για την, δεκαετία του 2000. Τα είχε γράψει ο Έλληνας διαπρεπής οικονομολόγος Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος στις 23 Αύγουστου 1981, στο τότε «Βήμα», περιγράφοντας τη μήτρα του ελλαδικού λαϊκισμού των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης. Του ίδιου λαϊκισμού που λειτούργησε και λειτουργούσε έως και τέσσερις δεκαετίες μετά, έως και την πρώτη ελληνική δεκαετία στη ζώνη του ευρώ, με την κορύφωση του οποίου καταλήξαμε στην τρέχουσα χρεοκοπία.
Αυτός ο ελλαδικός λαϊκισμός δεν χρειαζόταν τη μεταναστευτική κρίση και την παγκοσμιοποίηση για να παραχθεί και να αναπαραχθεί. Εδραζόταν στην ελλαδική παρασιτοφαυλοκρατία και στον πελατειακό δημόσιο τομέα. Ο οποίος εξεγειρόταν και διαδήλωνε «ενάντια στη λιτότητα» ακόμη και όταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ανερχόταν ετησίως σε διψήφια ποσοστά του ΑΕΠ. Ο οποίος φόρτωνε, και συνεχίζει να φορτώνει, το κόστος της αναπόφευκτης δημοσιονομικής προσαρμογής, μετά τη χρεοκοπία του το 2010, το 2012 και το 2015, στην πλάτη του συρρικνωμένου ιδιωτικού παραγωγικού ανταγωνιστικού τομέα της κοινωνίας και της οικονομίας. Ακόμη και εν έτει 2017 αυτός ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να απορροφά, μόνο για μισθούς, το 12,1% του ΑΕΠ. Είναι μειωμένο μόνο κατά 1% έναντι του 13,1% του ΑΕΠ το 2009, που ήταν το έτος κορύφωσης της πορείας προς την τρέχουσα χρεοκοπία.
Όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. 28 ήταν το 2017 στο 10% του ΑΕΠ. Απορροφά δηλαδή η μισθοδοσία του ελληνικού Δημοσίου αυξημένο μερίδιο του ΑΕΠ κατά 1/5 έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Και πιθανότατα τα στοιχεία του 2018 θα δείξουν ότι αυτό είναι, γίνεται, ακόμη μεγαλύτερο. Ο ελλαδικός δημόσιος τομέας, του οποίου η αποτελεσματικότητα στην παραγωγή και την παροχή των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών ήταν και είναι γνωστή, ήταν αυτός που συσσώρευσε το ελληνικό δημόσιο χρέος τις προηγούμενες δεκαετίες, για να πληρώνει κυρίως μισθούς και συντάξεις, σε μεγάλο βαθμό πρόωρες, και το φόρτωσε στις επόμενες γενεές Ελλήνων.
Από την αντιμετώπιση αυτού του δημόσιου τομέα ως «ιερής αγελάδας», προκύπτει τα τελευταία χρόνια η ανάγκη υπερφορολόγησης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, και κυρίως η υπερφορολόγηση του παραγωγικού τομέα αυτής. Ώστε να παράγονται τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα και να εξυπηρετείται η πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους που συσσώρευσε στη χώρα ο πελατειακός δημόσιος τομέας της. Από την αντιμετώπιση αυτού του δημόσιου τομέα ως «ιερής αγελάδας», προκύπτει η συνεχιζόμενη παραγωγική καθήλωση της χώρας και του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα τα απαιτούμενα σχεδόν 6 δισ. ευρώ ετησίως για την εξυπηρέτηση των τόκων του δημοσίου χρέους να αναλογούν στο 3,5% του καθηλωμένου ΑΕΠ. Αν η οικονομική πολιτική δεν καθήλωνε το ΑΕΠ δεν θα χρειαζόταν πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%, αλλά χαμηλότερα ποσοστά του ΑΕΠ. Είναι η απελευθέρωση από αυτόν τον ελλαδικό λαϊκισμό και την πρωτοκαθεδρία της ελλαδικής παρασιτοφαυλοκρατίας του Δημοσίου που θα αύξανε το ΑΕΠ και θα αποσοβούσε το να καθίσταται το δημόσιο χρέος εκ νέου μη βιώσιμο έπειτα από κάθε αναδιάρθρωσή του. Όμως η σχετική συζήτηση παρακωλύεται, μεταξύ άλλων, μέσω του στρίβειν διά της κριτικής του «λαϊκισμού» των άλλων.