Η μελέτη δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού JAMA Internal Medicinereports και σύμφωνα με αυτή, οι άνθρωποι που καταναλώνουν περισσότερα βιολογικά τρόφιμα έχουν χαμηλότερο γενικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου σε σύγκριση με τους ανθρώπους που δεν το κάνουν. Μερικοί από τους συγκεκριμένους καρκίνους που αποφεύγονται είναι το λέμφωμα μη Hodgkin και ο μετεμμηνοπαυσικός καρκίνος του μαστού, γράφουν οι ερευνητές
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η μελέτη δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού JAMA Internal Medicinereports και σύμφωνα με αυτή, οι άνθρωποι που καταναλώνουν περισσότερα βιολογικά τρόφιμα έχουν χαμηλότερο γενικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου σε σύγκριση με τους ανθρώπους που δεν το κάνουν. Μερικοί από τους συγκεκριμένους καρκίνους που αποφεύγονται είναι το λέμφωμα μη Hodgkin και ο μετεμμηνοπαυσικός καρκίνος του μαστού, γράφουν οι ερευνητές
Η επικεφαλής της μελέτης, Julia Baudry, επιδημιολόγος στο Institut National de la Sante et de la Recherche Medicale στη Γαλλία, εξήγησε ότι για τη μελέτη αυτή εξέτασαν τη διατροφή 68.946 ενήλικων Γάλλων. Από αυτούς, πάνω από τα 3/4 ήταν γυναίκες ηλικίας της δεκαετίας των 40. Κατατάχθηκαν σε τέσσερις ομάδες με βάση την κατανάλωση 16 βιολογικών προϊόντων, όπως φρούτα και λαχανικά, έτοιμα γεύματα, κρέας και ψάρι, καρυκεύματα, μπαχαρικά και φυτικά έλαια και συμπληρώματα διατροφής. Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για μέσο όρο περίπου τεσσερισήμισι χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανιχνεύθηκαν συνολικά 1.340 καρκίνοι μεταξύ των συμμετεχόντων και από αυτούς 459 ήταν καρκίνοι του μαστού, 180 ήταν καρκίνοι του προστάτη, 135 ήταν καρκίνοι του δέρματος, 99 ήταν καρκίνοι του παχέος εντέρου και 47 ήταν λεμφώματα μη Hodgkin.
Στη συνέχεια οι ερευνητές ανέλυσαν τους κινδύνους και τα οφέλη που σχετίζονται με την κατανάλωση μη βιολογικών ή βιολογικών τροφίμων ως προς την εμφάνιση καρκίνου και διαπίστωσαν, ότι τα άτομα που κατανάλωναν περισσότερα βιολογικά τρόφιμα είχαν 25% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνους.
Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος εμφάνισης λεμφώματος μη-Hodgkin ήταν 73% και ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού μετά την εμμηνόπαυση ήταν 21% χαμηλότερος σε όσους κατανάλωναν βιολογικά τρόφιμα.
Ο κίνδυνος ήταν χαμηλός ακόμη και μεταξύ των ατόμων που ναι μεν κατανάλωναν χαμηλής ποιότητας τρόφιμα, αλλά ήταν βιολογικά τρόφιμα.
Η Baudry και οι συνάδελφοί της κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν επιβεβαιωθούν τα ευρήματα αυτά, η προώθηση της κατανάλωσης βιολογικών τροφίμων στο γενικό πληθυσμό θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολλά υποσχόμενη προληπτική στρατηγική κατά του καρκίνου.
Σε ένα σχόλιο που δημοσιεύθηκε δίπλα στη μελέτη, ο Δρ Jorge E. Chavarro, από το Τμήμα Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, χαρακτήρισε τη μελέτη αυτή "εξαιρετικά σημαντική". Εξήγησε ότι τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων υπάρχουν σε τρόφιμα και οι περισσότεροι καταναλωτές είναι εκτεθειμένοι σε αυτά. Είπε ότι ακόμη μια μελέτη από τη Διεθνή Υπηρεσία για την Έρευνα στον Καρκίνο διαπίστωσε ότι τα φυτοφάρμακα στα τρόφιμα συνδέονται με τον καρκίνο. Ορισμένα από τα εμπλεκόμενα παρασιτοκτόνα περιλαμβάνουν τα glyphosate, malathion και diazinon.
Ωστόσο, ο Chavarro προειδοποίησε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Όπως είπε «Η αξιολόγηση της πρόσληψης της διατροφής είναι δύσκολη, καθώς και η αξιολόγηση της πρόσληψης βιολογικών τροφίμων. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόφαση για κατανάλωση βιολογικών τροφίμων ή όχι είναι μια απόφαση που βάλλεται από πολύ ισχυρούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Επίσης, όπως είπε οι άνθρωποι που επέλεξαν να μην τρώνε βιολογικά τρόφιμα μπορεί να μην γνωρίζουν καν τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία τους.
Επιπροσθέτως, ζήτησε να διεξαχθούν περισσότερες μελέτες, που θα αναλύσουν το θέμα σε βάθος για να κατανοήσουν οι επιστήμονες καλύτερα τη σχέση μεταξύ βιολογικών τροφίμων και πρόληψης του καρκίνου.
Πηγές: Ananya Mandal MD, Medical Doctor, Clinical Pharmacologist
https://www.news-medical.net/news/20181023/Organic-food-may-protect-against-cancers-finds-study.aspx
https://jamanetwork.com/journals/jamainternalmedicine/fullarticle/2707948