Η συζήτηση για τον ρόλο (και τη σημασία) του ορισμού των μισθών τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο δεν είναι σύγχρονη. Εκκινά από την εποχή της επέκτασης και της εμβάθυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς και εμφανίζεται άλλοτε ως κόστος εργασίας, όταν η συζήτηση αφορά το πεδίο της παραγωγής αγαθών, και άλλοτε ως μεταβλητή των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή είτε ως πραγματικός ή ονομαστικός μισθός, είτε ως μέσος ή διάμεσος μισθός, γράφει η Βάλια Αρανίτου.
Από την έντυπη έκδοση
Της Βάλιας Αρανίτου , Αν. καθηγήτρια Παν. Κρήτης,επιστημονική διευθύντρια ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
Η συζήτηση για τον ρόλο (και τη σημασία) του ορισμού των μισθών τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο δεν είναι σύγχρονη. Εκκινά από την εποχή της επέκτασης και της εμβάθυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς και εμφανίζεται άλλοτε ως κόστος εργασίας, όταν η συζήτηση αφορά το πεδίο της παραγωγής αγαθών, και άλλοτε ως μεταβλητή των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή είτε ως πραγματικός ή ονομαστικός μισθός, είτε ως μέσος ή διάμεσος μισθός. Από τον Adam Smith, τον D. Ricardo, τον J. S. Mill, τον Th. R. Malthus, τον J. B. Say, τον K. Marx, μέχρι τον J. M. Keynes και την αυστριακή σχολή και τον J. Tobin, τον P. Samuelson και τον J. K. Galbraith, οι διαφορές που καταγράφονται δεν εντοπίζονται μόνο στις διαφορετικές διαστάσεις του σύνθετου αυτού ζητήματος, αλλά εδράζονται και σε διαφορετικό αξιακό πλαίσιο.
Αρχικά, σύμφωνα με την εργασιακή θεωρία της αξίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην κλασική περίοδο της πολιτικής οικονομίας, η αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται από την εργασία που είναι ενσωματωμένη σε αυτό. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, με την αύξηση της αξίας του εμπορεύματος μεταφράζεται αυτόματα σε αύξηση του μεριδίου (αμοιβή) της εργασίας. Μετά την Οριακή Επανάσταση και παρά τις προσπάθειες της νεοκλασικής θεωρίας για μαθηματικοποίηση και επιστημονική ουδετερότητα, το θέμα των μισθών συνέχιζε να έχει έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα με καθαρά συγκρουσιακό υπόβαθρο. H σύγκρουση αυτή αποκρυσταλλώνεται σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: αφενός γύρω από τη γνωστή θέση του Keynes ότι η «ζήτηση δημιουργεί τη δική της προσφορά», και την παρεπόμενη ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης θεωρίας της πραγματικής ζήτησης, και αφετέρου σε αντίθεση με τη θέση του Say ότι «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση».
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό και εάν και πόσο η αύξησή του επηρεάζει την απασχόληση, τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα.
Ο κατώτατος μισθός και η ελληνική περίπτωση
Το θέμα γίνεται απολύτως επίκαιρο στην περίπτωση της Ελλάδας, εν όψει μάλιστα της απόφασης για τη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος ορίζεται σήμερα στα 586,08 ευρώ μικτά για 14 μηνιαίους μισθούς (683,76 ευρώ αναγόμενα σε δωδεκαμηνιαία βάση) για έναν άγαμο μισθωτό άνω των 25 ετών στον ιδιωτικό τομέα. Προκαταβολικά ωστόσο θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στην ελληνική περίπτωση είναι σκόπιμο να αντιμετωπίζεται επιστημολογικά και ιστορικά με διαφορετικό τρόπο. Και τούτο διότι πρόκειται για μια οικονομία που έχασε σε 8 χρόνια το 1/4 της παραγωγής της, ένα μεγάλο μέρος των απασχολουμένων της αλλά και ένα σημαντικό μέρος των παραγωγικών της δυνατοτήτων (brain drain: σχεδόν 500 χιλ. άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει από την αρχή της κρίσης - Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων που βρίσκονταν στο εξωτερικό στα μέσα του 2017 εκτιμάται σε περίπου 250.000).
Προς άρση παρεξηγήσεων, και παρά το γεγονός ότι συνήθως η συγκριτική προσέγγιση είναι επιστημονικά απαραίτητη, στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει να καθίσταται προβληματική.
Επομένως, σύμφωνα τόσο με την κλασική παράδοση όσο και με την ετερόδοξη οικονομική σκέψη, εάν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός είναι πολύ πιθανό να επέλθει αύξηση της κατανάλωσης, εξαιτίας της υψηλής οριακής ροπής προς κατανάλωση των χαμηλών/ότερων εισοδημάτων. Ο αντίκτυπος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας εκτιμάται πως θα έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πιο συγκεκριμένα:
Επιπλέον, πολύ συχνά στις θετικές όψεις/εκφάνσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού συμπεριλαμβάνονται:
1 Μείωση φτώχειας: Ο ελάχιστος μισθός αυξάνει τους μισθούς των χαμηλότερων εισοδημάτων. Αυτοί οι εργαζόμενοι θα έχουν αυξήσει τα έσοδά τους με αποτέλεσμα τη μείωση της σχετικής φτώχειας.
2 Αύξηση παραγωγικότητας: Η θεωρία της μισθολογικής αποδοτικότητας δηλώνει ότι οι υψηλότεροι μισθοί μπορούν να αυξήσουν το κίνητρο για τους ανθρώπους να εργαστούν σκληρότερα και έτσι υψηλότεροι μισθοί μπορεί να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας.
3 Αύξηση των κινήτρων για την αποδοχή μιας εργασίας. Με ελάχιστο μισθό υπάρχει μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του επιπέδου παροχών και του εισοδήματος από την απασχόληση.
4 Αυξημένες επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις θα έχουν αυξημένο κίνητρο για επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, οι οποίες συντελούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
5 Σύμφωνα με τις επίσημες εκθέσεις των διεθνών οργανισμών (βλ. ΔΝΤ) η ελληνική οικονομία βιώνει μια σημαντική πτώση των γεννήσεων καθώς ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε από 1,5 σε 1,3 παιδιά ανά οικογένεια. Η πτώση του ρυθμού γεννήσεων ασκεί πίεση στο συνταξιοδοτικό σύστημα αλλά και συμπιέζει την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στο επίπεδο αυτό, μια αύξηση των αμοιβών της εργασίας μπορεί να ανακόψει, τουλάχιστον μακροχρόνια, την επιδείνωση του δείκτη εξάρτησης του πληθυσμού.
Από την άλλη, εάν γίνει αποδεκτή η νεοκλασική υπόθεση πως η αγορά εργασίας είναι πλήρως ανταγωνιστική και ο κατώτατος μισθός προκαλεί μείωση της απασχόλησης, δηλ. αύξηση της ανεργίας, τότε θα μειωθεί και η συνολική ζήτηση, επειδή όταν κάποιος χάσει τη δουλειά του ξοδεύει λιγότερο.
Εάν λοιπόν ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο που προκύπτει από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς (επίπεδο ισορροπίας), τότε αναμένεται μείωση της ζήτησης εργασίας και ως εκ τούτου πλεονασματική προσφορά εργασίας.
Εντούτοις, είναι αμφισβητήσιμο το γεγονός πως ο κατώτατος μισθός διογκώνει την ανεργία δεδομένου ότι η αγορά εργασίας δεν είναι ανεξάρτητη από τις αγορές προϊόντος και χρήματος.
Επιπρόσθετα, η παραγωγικότητα δεν επηρεάζεται αποκλειστικά από το κόστος εργασίας, αλλά είναι μια πολυπρισματική μεταβλητή. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή η παραγωγικότητα εξαρτάται από την παραγωγική βάση μιας οικονομίας, από το κίνητρο του εργαζόμενου να θυσιάσει τη σχόλη του αλλά και από δημογραφικούς παράγοντες.
Σε μια οικονομία σαν την ελληνική:
1 Η αύξηση του κατώτατου μισθού το πιθανότερο είναι να μην προκαλέσει απώλεια θέσεων εργασίας/ανεργία, καθώς η αγορά εργασίας δεν λειτουργεί υπό καθεστώς τέλειου ανταγωνισμού και ήδη το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλό, παρά το γεγονός της μείωσής του κατά 8 μονάδες τα τελευταία τρία χρόνια.
2 Ένα μόνο μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού, το 11% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επηρεάζεται από τον κατώτατο μισθό, καθώς οι μηνιαίες μικτές αποδοχές τους κυμαίνονται στα 500-600 ευρώ. Εντούτοις, η προοπτική αύξησης του κατώτατου μισθού θα προσαυξήσει το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που θα επηρεάζεται από αυτόν.
3 Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα τονώσει τα πραγματικά εισοδήματα (ονομαστικές αποδοχές/επίπεδο τιμών = αύξηση αριθμητή κλάσματος) και συνεπώς και την κατανάλωση (αυξημένη οριακή ροπή προς κατανάλωση).
4 Μία σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα επηρεάσει σημαντικά τα επίπεδα ανεργίας, αντίθετα θα τονώσει τόσο τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων όσο και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, τουλάχιστον έως ένα βαθμό. Η συγκεκριμένη εκτίμηση δεν θα υλοποιηθεί μόνο εάν η αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού δεν είναι λελογισμένη και κινηθεί σε υψηλά επίπεδα.
5 Παράλληλα, η επίδραση του κατώτατου μισθού στον πληθωρισμό εκτιμάται πως θα είναι αρκετά περιορισμένη, επειδή θα μειώσει τη συνολική ζήτηση μόνο κατά ένα πολύ μικρό ποσοστό, αφήνοντας σχεδόν ανεπηρέαστη την απασχόληση.
Ουσιαστικά, η επίδραση του κατώτατου μισθού σε μακροοικονομικό επίπεδο είναι μικρής εμβέλειας, εκτός αν η αύξησή του σε απόλυτα μεγέθη είναι μεγάλη και πάνω από τα όρια της οικονομίας.
6 Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στο υψηλό μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, πόσο μάλλον στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Αντιθέτως, λοιπές παράμετροι λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, η ελλιπής χρηματοδότηση, η αργή απονομή δικαιοσύνης και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος συνθέτουν τους κυριότερους παράγοντες της ελλιπούς ανταγωνιστικότητας. Ειδικότερα, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα σχετικά με την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού, είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με το Global Competitiveness Report, η ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε κατά 22 περίπου θέσεις μεταξύ 2008 και 2018 παρά την πτώση του κατώτατου μισθού (65η θέση το 2008 και 87η θέση το 2018).