Η ιστορία της συγκεκριμένης έκδοσης είναι πάνω - κάτω η εξής: το 2013, η Άννα Μαρία Αθανασίου, δισέγγονη του κεντρικού ήρωα, Ιάκωβου Αθανασίου, ξεκινά να υλοποιήσει ένα τολμηρό όνειρο. Με τη βοήθεια ενός πρώην φίλου της, προγραμματιστή, ετοιμάζουν μια ταινία για τη ζωή τού προπάππου της, Ιάκωβου Αθανασίου, με βάση ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης.
Το έκτο μυθιστόρημα του Γιάννη Παπαγιάννη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διάπλαση» χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ως «Ιστορική Κωμωδία». Είναι, με άλλα λόγια, ένα ιστορικό μυθιστόρημα που, ωστόσο, παραβιάζει τις συβάσεις του είδους, με αποτέλεσμα αφ’ ενός να γίνεται πιο διασκεδαστικό και πιο ευχάριστο για τον αναγνώστη, αφ’ ετέρου να υπονομεύει τη σοβαροφάνεια της ιστορικής αφήγησης και να δίνει περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών στους ανθρώπους που το διαβάζουν.
Η ιστορία της συγκεκριμένης έκδοσης είναι πάνω - κάτω η εξής: το 2013, η Άννα Μαρία Αθανασίου, δισέγγονη του κεντρικού ήρωα, Ιάκωβου Αθανασίου, ξεκινά να υλοποιήσει ένα τολμηρό όνειρο. Με τη βοήθεια ενός πρώην φίλου της, προγραμματιστή, ετοιμάζουν μια ταινία για τη ζωή τού προπάππου της, Ιάκωβου Αθανασίου, με βάση ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης.
Το πρόγραμμα, όμως, ξεφεύγει απ’ τα χέρια τους και η ζωή του εικονικού προπάππου της προκύπτει διαφορετική από την πραγματική.
Η ιστορική περίοδος που διαπραγματεύεται το βιβλίο είναι από την άνοδο του Τρικούπη και την περίοδο ανάπτυξης και κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα, μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά. Δηλαδή, περίπου εξήντα χρόνια ιστορίας και δύο χρεοκοπίες. Η πασίγνωστη φράση του Τρικούπη -«δυστυχώς επτωχεύσαμεν»- και η λιγότερο διάσημη του Βενιζέλου μετά την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ. Άξονας της –κωμικής- αφήγησης είναι ακριβώς ο σιδηρόδρομος που ξεκίνησε να κατασκευάζει ο Τρικούπης. Ο κεντρικός ήρωας, Ιάκωβος Αθανασίου, έχει όνειρο να γίνει οδηγός τρένων. Το όνειρό του αυτό, όσο περισσότερο το προσπαθεί τόσο πιο άπιαστο γίνεται κι όλες οι προσπάθειές του να το επιτύχει καταλήγουν… στο να φάει το ξύλο της χρονιάς του. Αυτό το επαναλαμβανόμενο κωμικό μοτίβο που παραπέμπει στις πρώτες μυθιστορηματικές μορφές και ειδικά στον Δον Κιχώτη, αφήνει ανοικτά ερωτήματα στον προσεκτικό αναγνώστη… τις πταίει που ο ήρωας δεν πετυχαίνει τους στόχους του; Το πελατειακό πολιτικό σύστημα; Οι συνθήκες; Ή ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο οποίος προσπαθεί να λειτουργήσει στα πλαίσια του συστήματος;
Ο στόχος του μυθιστορήματος, εκτός του να προκαλέσει το γέλιο και να διασκεδάσει τον αναγνώστη ή και να του προσφέρει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες, φαίνεται να είναι μια γενικότερη αναψηλάφηση της ιστορίας, αποκαθήλωση των ιερών τεράτων της και επανατεκμηρίωση του παρελθόντος με στόχο το παρόν. Γιατί, πολλά στοιχεία από το παρελθόν θυμίζουν το παρόν και ίσως οι αναγνώστες δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται ότι, για παράδειγμα, οι όροι που έβαλαν οι δανειστές το 1893 θυμίζουν αρκετά τις προτάσεις της «Τρόικας» το 2009 - 2010 ή ότι είχε γίνει ξανά προσπάθεια ευρωπαϊκής ενοποίησης -και μάλιστα είχε προταθεί κοινό νόμισμα, το οποίο δεν εφαρμόστηκε- με το όνομα «Λατινική Νομισματική Ένωση», το 1865. Επίσης, ίσως όλοι γνωρίζουν τον Ανδρέα Συγγρό ως εθνικό ευεργέτη, αλλά δεν γνωρίζουν όλοι τη χρηματιστηριακή απάτη των Λαυρεωτικών ούτε τον ρόλο του στην αποσταθεροποίηση του Τρικούπη, ούτε τις επενδύσεις του που πόνταραν στην χρεοκοπία της Ελλάδας.
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Παπαγιάννη, που είναι γραμμένο από έναν λογοτέχνη κι όχι έναν ιστορικό, ίσως αποτελεί μια αφορμή μια επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος μας και για την περισσότερο ορθολογική αντιμετώπιση τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος.
Αποσπάσματα
Οι ζέστες έσφιξαν. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τον τελευταίο καιρό ασχολιόταν με τη μετάφραση του Θουκυδίδη, επέστρεψε από τη Γαλλία εν μέσω λαϊκής αγαλλιάσεως. «Θα τον ψηφίσω», είπε ο Ιάκωβος. «Είναι εγγύησις πολιτικής σταθερότητος. Κι εγώ θέλω να είναι σταθερή η πολιτική κατάστασις στην Ελλάδα, μπας και ξεκινήσουν τα σιδηροδρομικά έργα και διοριστώ μηχανοδηγός. Κι άλλωστε έχουμε πολλά κοινά. Έχουμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία!»
«Το λαμόγιον», αγανάκτησε ο Γιάννης Γιατράκος. «Αυτός μας έμπλεξε στον πόλεμο. Αυτός έκανε δικτατορία. Αυτός έστειλε τους Έλληνες να σκοτωθούν στην Κριμαία. Αυτός μας έβαλε στη Μικρασιατικήν Εκστρατείαν. Κι η πολιτική του, εύκολη: πάντοτε ναι σε ό,τι πουν οι ξένοι. Πάντοτε ναι στον πόλεμο. Ενώ η Ελβετία, που δεν ενεπλάκη σε πόλεμο, αν και δεν παράγει τίποτα, είναι πλουσιότερη από εμάς, που παράγουμε τα πάντα. Και αφού τα έκανε όλα αυτά, επιστρέφει ωσάν σωτήρας».