Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής στις 16 Οκτωβρίου, η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της μεγάλης πανελλαδικής επιδημιολογικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, στα πλαίσια της Μελέτης “Healthy for Life” για τη διατροφή και τη φυσική άσκηση. Αντικείμενο αποτέλεσαν οι διαστάσεις του φαινομένου (επιπολασμός) της έλλειψης βιταμίνης D στον ελληνικό πληθυσμό.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής στις 16 Οκτωβρίου, η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της μεγάλης πανελλαδικής επιδημιολογικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, στα πλαίσια της Μελέτης “Healthy for Life” για τη διατροφή και τη φυσική άσκηση. Αντικείμενο αποτέλεσαν οι διαστάσεις του φαινομένου (επιπολασμός) της έλλειψης βιταμίνης D στον ελληνικό πληθυσμό.
Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε σε 4.624 Έλληνες (2.338 άνδρες και 2.286 γυναίκες) ηλικίας 19-60 ετών, από αστικές και ημιαστικές περιοχές 5 νομών της Ελλάδας: Αττικής, Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου, Αχαΐας και Κοζάνης, από την ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας (Γ. Καπώλη, Μ. Κασκάνη, Δ. Σκλαβενίτη, Ι. Βλάχου, Σ. Καραΐσκου και Α. Βλάχου) με επικεφαλής τον κλινικό διατροφολόγο Δρ. Δημήτρη Γρηγοράκη και το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Τα δεδομένα για τα επίπεδα της βιταμίνης D συλλέχθηκαν τυφλά από τα εργαστηριακά πληροφοριακά συστήματα νοσοκομείων και διαιτολογικών μονάδων των περιοχών της μελέτης, κατά τη διάρκεια δύο ακαδημαϊκών ετών (2016-2017 και 2017-2018) και αφορούσαν σε αιματολογικούς δείκτες, δημογραφικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες και τρόπο ζωής. Τα επαρκή επίπεδα, η ανεπάρκεια και η έλλειψη βιταμίνης D ορίστηκαν ως: 25(ΟΗ)D >30 ng/ml, 25(ΟΗ)D<30 ng/ml και 25(ΟΗ)D<12 ng/ml, αντίστοιχα.
Στην παρούσα μελέτη η μέση τιμή βιταμίνης D για τους Έλληνες ήταν 23,06 ng/ml (υποδηλώνει ανεπάρκεια). Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D [25(ΟΗ)D<30 ng/ml] βρέθηκε να αντιστοιχεί στο 72,03% του πληθυσμού. Από αυτούς το 17,55% εντοπίστηκε ότι παρουσιάζει σημαντική έλλειψη [25(ΟΗ)D<12 ng/ml].
Η πολυμεταβλητή ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης έδειξε μεγαλύτερη πιθανότητα ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D στις γυναίκες, σε σύγκριση με τους άνδρες.
Επίσης, παρατηρήθηκε μία στατιστικά σημαντική επίδραση της εποχικότητας δεδομένου ότι ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D ήταν χαμηλότερος μετά τη καλοκαιρινή περίοδο δηλαδή κατά τους φθινοπωρινούς μήνες: Σεπτέμβριος – Νοέμβριος, ενώ ήταν υψηλότερος μετά τη χειμερινή περίοδο δηλαδή κατά τους μήνες της άνοιξης: Μάρτιος - Μάιος.
Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεπάρκειας και έλλειψης, καταγράφηκαν το μήνα Σεπτέμβριο (49,9% και 10,7%, αντίστοιχα), ενώ τα υψηλότερα το μήνα Μάρτιο (88,6% και 21,6%, αντίστοιχα). Μάλιστα, όπως παρατηρείται στο συγκεκριμένο σχήμα η διακύμανση των επιπέδων της βιταμίνης D ανά μήνα ακολουθεί έναν απόλυτα διαγραμματικό μοντέλο.
Τα πολυπαραγοντικά μοντέλα γραμμικής παλινδρόμησης απέδειξαν ότι ο βαθμός αστικοποίησης και ιδιαίτερα η κατάσταση του σωματικού βάρους, σχετίζονται με τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα. Συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D βρέθηκε να είναι χαμηλότερος σε άτομα που ζουν σε
ημιαστικές σε σύγκριση με τα άτομα που ζουν σε αστικές περιοχές. Επιπρόσθετα, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (χαρακτηρίζει τη σωματική κατάσταση) συσχετίστηκε με τα επίπεδα της βιταμίνης D. Ισχυρός συσχετισμός παρατηρήθηκε μεταξύ του υψηλού σωματικού βάρους με την ανεπάρκεια και έλλειψη σε βιταμίνη D. Πιο συγκεκριμένα, οι παχύσαρκοι άνδρες και γυναίκες (ΔΜΣ>30: Παχυσαρκία) είχαν 75% πιθανότητες να έχουν ανεπάρκεια και περισσότερο από τις διπλάσιες να παρουσιάζουν έλλειψη, σε σχέση με τους νορμοβαρείς: φυσιολογικός ΔΜΣ.
Στην υποομάδα των ασθενών με μία τουλάχιστον καταγεγραμμένη αυτοάνοση διαταραχή, το μοντέλο πολυπαραγοντικής ανάλυσης έδειξε ότι η εμφάνιση της νόσου συσχετίζονταν με τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D. Ενδεικτικές αυτοάνοσες παθήσεις που καταγράφηκαν ήταν σακχαρώδης διαβήτης 1, νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα, κοιλιοκάκη, ρευματοειδής αρθρίτιδα, θυρεοειδίτιδες Hashimoto και Graves, ινομυαλγία, λεύκη, μυασθένεια Gravis, ρευματική πολυαλγία, σκληρόδερμα, σύνδρομο Sjögren, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ψωρίαση, σκλήρυνση κατά πλάκας, έκζεμα ή ατοπική δερματίτιδα, αλλεργικό άσθμα κ.α.
Τέλος, όσον αφορά τη διαιτητική πρόσληψη της βιταμίνης D, τo σύνολο του πληθυσμού της μελέτης βρέθηκε να έχει πρόσληψη κάτω από τη συνιστώμενη εκτιμωμένη μέση απαίτηση (estimated average requirement, EAR). Ωστόσο, η διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης D δε βρέθηκε να σχετίζεται με τα επίπεδά της στο αίμα, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στην πολύ χαμηλή πρόσληψη από τον πληθυσμό της μελέτης.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης αυτής οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D σε Έλληνες ενήλικες (19-60 ετών) είναι εξαιρετικά υψηλός (ειδικά στις γυναίκες), ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης. Ενώ, η αστικοποίηση και πολύ περισσότερο το αυξημένο σωματικό βάρος αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D. Επιπλέον, η διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης D βρέθηκε να είναι κάτω από τα συνιστώμενα επίπεδα για το σύνολο του πληθυσμού της μελέτης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι λόγοι της «οξύμωρης» παρατηρούμενης υψηλής έλλειψης και ανεπάρκειας βιταμίνης D στην Ελλάδα, μπορεί να είναι τουλάχιστον τέσσερις:
Το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (34°- 41°) δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της (γεωγραφικό πλάτος> 39°).
Η κύρια πηγή λήψης λιπαρών τροφών στην χώρα μας, δηλαδή το ελαιόλαδο που δεν περιέχει βιταμίνη D.
Η μελαχρινή επιδερμίδα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους.
Ο περιορισμένος χρόνος που δαπανάται σήμερα σε εξωτερικούς χώρους.
Στα παραπάνω μπορεί κανείς να προσθέσει και την ευρεία χρήση αντηλιακών: ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας (SPF) 15 μπορεί να περιορίσει έως και 99% την παραγωγή βιταμίνης D και το αυξημένο σωματικό βάρος: τα παχύσαρκα άτομα χρειάζονται 2,5 φορές περισσότερη βιταμίνη D, αλλά και τα διάφορα φάρμακα (κυρίως κορτικοστεροειδή και αντιβιοτικά).