Απόψεις
Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2018 10:21

Ακόμα ένα αυτογκόλ...

Τον Ιούλιο του 2015, διάφοροι δημοσιογράφοι καθώς και δημοσιογραφικές ενώσεις υπέβαλαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αιτήσεις πρόσβασης σε έγγραφα που αφορούν τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας των ευρωβουλευτών, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος. 

Από την έντυπη έκδοση 

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Τον Ιούλιο του 2015, διάφοροι δημοσιογράφοι καθώς και δημοσιογραφικές ενώσεις υπέβαλαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αιτήσεις πρόσβασης σε έγγραφα που αφορούν τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας των ευρωβουλευτών. Το Κοινοβούλιο απέρριψε στο σύνολό τους τις αιτήσεις αυτές, με αποτέλεσμα να προσφύγουν οι δημοσιογράφοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. ζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων του Κοινοβουλίου.

Με μία απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές, δικαιώνοντας έτσι την πολιτική μυστικότητα του Κοινοβουλίου σ’ αυτό το θέμα. Στο όνομα του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ευρωβουλευτές δεν απαιτείται να αποκαλύψουν στην κοινή γνώμη τον τρόπο με τον οποίο δαπανούν το δημόσιο χρήμα που προορίζεται για την οργάνωση των γραφείων τους στις Βρυξέλλες και στην εκλογική τους περιφέρεια. Με το σκεπτικό ότι οι ευρωβουλευτές δεν υποχρεούνται να δικαιολογούν με παραστατικά τις δαπάνες που κάνουν και για τις οποίες εισπράττουν από το Κοινοβούλιο το σημαντικό ποσόν των 4.416 ευρώ μηνιαίως για «έξοδα γραφείου», συν 313 ευρώ ως ημερήσια αποζημίωση, συν τα έξοδα αεροπορικών ταξιδιών σε πρώτη θέση, η απόφαση επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα στη διαφάνεια της δημόσιας δράσης και στις ίδιες τις βάσεις της δημοκρατίας. Η δημοσιογραφική έρευνα έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωβουλευτών εισπράττει το μέγιστο των προβλεπόμενων αποζημιώσεων μηνιαίως, χωρίς υποχρέωση να παράσχουν αποδείξεις ή να περιγράψουν τις δαπάνες που πραγματοποιούν με αυτά τα χρήματα, ενώ ελάχιστοι επιστρέφουν στο Κοινοβούλιο τα αδαπάνητα ποσά.

Ενδιαφέρον έχει η καθαρά τυπολατρική, νομικίστικη αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης. Κατ’ αρχήν, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να αρνηθούν την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου. Ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι όλα τα ζητηθέντα έγγραφα περιέχουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή (δηλαδή τους ευρωβουλευτές), ο δε χαρακτηρισμός των πληροφοριών αυτών ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να αποκλειστεί απλώς και μόνο επειδή οι εν λόγω πληροφορίες συνδέονται με δημόσια δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα αυτά! Με άλλα λόγια, παρόλο που εδώ πρόκειται απλά για έλεγχο νομιμότητας των δαπανών δημοσίου χρήματος από δημόσια πρόσωπα, τα οποία οφείλουν να συνδέουν την κάθε δαπάνη με κάποια νόμιμη βάση (έξοδα γραφείου, ταξιδιωτικά έξοδα, ημερήσια αποζημίωση για την άσκηση των καθηκόντων ενός ευρωβουλευτή), οι δικαστές της Ένωσης χαρακτήρισαν αυτά τα στοιχεία ως «προσωπικά δεδομένα», παραγνωρίζοντας ότι ο μοναδικός τρόπος να αποκλειστεί τυχόν αθέμιτη χρήση δημόσιου χρήματος για καθαρά ιδιωτικούς σκοπούς είναι η παροχή δικαιολογητικών (νόμιμων παραστατικών και αποδείξεων).

Η συνέχεια όμως είναι ακόμα χειρότερη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εάν ο αιτών αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβίβασης. Όμως οι δικαστές αρνήθηκαν την ύπαρξη αυτής της προϋπόθεσης (αναγκαιότητα της διαβίβασης των ζητηθέντων δεδομένων) στην προκειμένη περίπτωση, γράφοντας ότι «οι αιτούντες δεν απέδειξαν με ποιον τρόπο η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων θα ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση επαρκούς ελέγχου των δαπανών που πραγματοποίησαν τα μέλη του Κοινοβουλίου προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ιδίως δε για την αντιστάθμιση των προβαλλόμενων ανεπαρκειών των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου των δαπανών αυτών»! Επίσης, έκριναν ότι «η βούληση διεξαγωγής δημόσιας συζήτησης δεν αρκεί για να αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων», και τέλος ότι «οι αιτούντες δεν απέδειξαν ότι η εν λόγω διαβίβαση ήταν πρόσφορη υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι τελούσε σε αναλογία με αυτόν». Μάλιστα, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε προσβολή στη ζημία, νίπτοντας τας χείρας του για την ανάγκη πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα με σκοπό την καταγγελία από τον Τύπο των ελλείψεων και της αναποτελεσματικότητας των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου, γράφοντας το μνημειώδες: «Δεν εναπόκειται όμως στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιόν του». Το τελευταίο, επικουρικό, επιχείρημα των αιτούντων για πρόσβαση στα επίμαχα παραστατικά κατόπιν διαγραφής από αυτά όλων των προσωπικών δεδομένων απορρίφθηκε επίσης, με το σκεπτικό ότι η απόκρυψη, στα ζητηθέντα έγγραφα, όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα συνεπαγόταν «υπερβολικό διοικητικό φόρτο λόγω του όγκου των ζητηθέντων εγγράφων».

Οι παροικούντες εν Βρυξέλλαις γνωρίζουν ότι, πέραν των καθαρά προσωπικών δαπανών που γίνονται από τους ευρωβουλευτές με αυτά τα χρήματα, ένα σημαντικό μέρος αυτών προορίζεται για πληρωμές προς τα εθνικά τους κόμματα και όχι για ευρωπαϊκές τους δράσεις, παρόλο που αυτό απαγορεύεται αυστηρά από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αυτό το παραθυράκι που άφησε ανοιχτό το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, στην ουσία, να μετατραπεί σε λεωφόρο διαφθοράς, ευνοιοκρατίας και εξυπηρέτησης εθνικών κομματικών σκοπιμοτήτων υπό πλήρη μυστικότητα, σε μια εποχή λιτότητας, εντεινόμενης κρίσης νομιμοποίησης και σάρωσης των πολιτικών ελίτ από τα αλλεπάλληλα κύματα λαϊκισμού, ευρωσκεπτικισμού και ακατέργαστης οργής. Η ειρωνεία εδώ είναι πως μέχρι τώρα έχουν διωχθεί για διασπάθιση ευρωπαϊκών χρημάτων κυρίως φιγούρες πρώτης γραμμής της Άκρας Δεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως η Μαρίν Λεπέν και ο Νάιτζελ Φάρατζ. Όμως ίδιον του αντισυστημικού λαϊκισμού είναι ότι ο οργίλος ψηφοφόρος δεν τιμωρεί όσους τον κοροϊδεύουν ανοιχτά, αλλά όσους απλώς επικαλούνται τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ αντιθέτως επιβραβεύει όσους καταγγέλλουν και φωνάζουν πιο δυνατά από τους άλλους. Το τέρμα αυτής της «αντισυστημικής λεωφόρου» είναι δυστυχώς γνωστό στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1930. Και αυτό δεν είναι άλλο από τον καθαρό φασισμό.