Απόψεις
Πέμπτη, 11 Οκτωβρίου 2018 07:00

Παιχνίδια αριθμών

Τον Οκτώβριο του 2017 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα διαμορφωθεί στο 2,2%, , γράφει ο Θάνος Τσίρος. 

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected] 

Τον Οκτώβριο του 2017 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα διαμορφωθεί στο 2,2%.
Τον Απρίλιο του 2018 υπολόγισε ότι αυτό θα φτάσει στο 2,9%. Και από χθες πιστεύει ότι θα ανέλθει στο 3,5%.
Αν μάλιστα διαβάσει κάποιος τα «ψιλά γράμματα» της χθεσινής έκθεσης, θα διαπιστώσει ότι η τελευταία πρόβλεψη στηρίζεται σε στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το Ταμείο πριν από έξι μήνες.

Δηλαδή δεν έχουν συνυπολογιστεί ούτε η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τους τελευταίους μήνες ούτε η μεταβολή του ΑΕΠ κατά το β’ και το γ’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς.

Προκύπτει, λοιπόν, το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: Μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν μια τέτοια πρόβλεψη για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής κατά το επόμενο χρονικό διάστημα;
Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο στις εκθέσεις του ΔΝΤ: Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν «ταιριάζουν» με τις αντίστοιχες για την πορεία του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Υποτίθεται ότι ένας ασθενέστερος ρυθμός ανάπτυξης δεν ευνοεί την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Κι όμως το ΔΝΤ κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης για το 2023 και διπλασιάζει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Μάλιστα, όλως τυχαίως, το πρωτογενές πλεόνασμα ορίζεται σε επίπεδα που… ταιριάζουν με τους στόχους που έχουν τεθεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. 
Από έναν διεθνή οργανισμό όπως το ΔΝΤ οι αγορές περιμένουν την έκδοση τεχνοκρατικών εκθέσεων οι οποίες θα υπακούουν στην οικονομική λογική.

Δεν είναι δουλειά του ΔΝΤ να κάνει πολιτική μέσα από τους αριθμούς. Ειδικά σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα όπως αυτή που διανύουμε.

Στους πρώτους μεταμνημονιακούς μήνες έχει κυριαρχήσει η αβεβαιότητα - σχετικά με το αν η κυβέρνηση θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα, σχετικά με το αν θα χρειαστεί νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, σχετικά με το αν η προεκλογική περίοδος θα επηρεάσει την οικονομία, αλλά και σχετικά με το πόσο εκτεθειμένη θα αποδειχτεί η ελληνική οικονομία στους εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η πορεία της τιμής του πετρελαίου, οι διαβουλεύσεις για τον προϋπολογισμό της Ιταλίας, οι εξελίξεις στην Τουρκία κ.λπ.

Το τελευταίο επομένως που χρειάζεται είναι τα παιχνίδια σκοπιμότητας από όποια πλευρά κι αν αυτά γίνονται.