Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη σκηνοθετεί στο Θέατρο «Θησείον» το πρώτο ποιητικό έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, στην πρώτη της συνεργασία με την ηθοποιό Μαρία Κίτσου. Πρόκειται για τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου, έργο γραμμένο το 1831, στο πρώτο σύγχρονο ανέβασμά του.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη σκηνοθετεί στο Θέατρο «Θησείον» το πρώτο ποιητικό έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, στην πρώτη της συνεργασία με την ηθοποιό Μαρία Κίτσου. Πρόκειται για τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου, έργο γραμμένο το 1831, στο πρώτο σύγχρονο ανέβασμά του.
Η παράσταση –που παίζεται με τίτλο «Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά», έως τις 28 Οκτωβρίου- ανεβαίνει ακριβώς 150 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα.
Ο Οδοιπόρος είναι ο εξιδανικευμένος Παναγιώτης Σούτσος και η Ραλού η εξιδανικευμένη ερωμένη της εφηβείας του. Σε όλη του τη ζωή, ο Σούτσος θα επεξεργάζεται τον “Οδοιπόρο” και θα τον επανεκδίδει -σε μια ανάγκη του να αποτελέσει το έργο του αυτό, ένα ακλόνητο επιχείρημα της ζωής του και των επιλογών του.
«Το “Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά” λέει την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα και δυο μεγάλων μοναξιών που διεκδικούν το δικαίωμά τους στην ταυτότητα. Μια ιστορία κοινή για όλους τους εραστές και τους μόνους αυτού του μικρού κράτους, που πριν σχεδόν διακόσια χρόνια ονειρεύτηκε κι αυτό μια καινούρια, πιο πλουμιστή αλλά ξένη, φορεσιά», αναφέρει η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη στο σκηνοθετικό της Σημείωμα. Μιλήσαμε μαζί της.
Μιλήστε μας για τον «Οδοιπόρο», το έργο που αποτελεί τον πυρήνα της παράστασής σας.
«Ο “Οδοιπόρος” του Παναγιώτη Σούτσου είναι το πρώτο κείμενο του ελληνικού ρομαντισμού. Γράφτηκε το 1831, και γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία· οι στίχοι έγιναν πολύ γρήγορα δημοφιλείς και απαγγέλλονταν από τους ανθρώπους. Σ’ αυτό έπαιξαν ρόλο τόσο η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας όσο και η ένταση της ερωτικής ιστορίας που αφηγείται. Η μεγάλη δημοφιλία του, ήταν ένας από τους λόγους που ώθησαν τον Σούτσο να το διασκευάσει άλλες τρεις φορές -το 1842, το 1851 και το 1864. Αλλά ο κυριότερος λόγος των αλλεπάλληλων διασκευών του ήταν οι συνεχώς εναλλασσόμενες απόψεις του συγγραφέα πάνω στο γλωσσικό ζήτημα του οποίου πρωτοστατούσε. Ο Σούτσος υποστήριζε ένθερμα την πλευρά της καθαρεύουσας στο γλωσσικό ζήτημα, επιλογή την οποία αναιρούσε το νεανικό του έργο, όντας γραμμένο στη μικτή γλώσσα των Φαναριωτών. Μάλιστα, η εκδοχή του 1864, εκδόθηκε με τον ισχυρισμό ότι φυλάττει τη γλώσσα του πρωτότυπου -ισχυρισμός που μπέρδεψε την πλειοψηφία των ύστερων μελετητών. Ο “Οδοιπόρος”, με άλλα λόγια, πράγματι οδοιπόρησε τόσο μέσα στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, όσο και στην ίδια τη ζωή του Σούτσου. Η ερωτική ιστορία του Οδοιπόρου και της Ραλούς, ταξίδεψε μέσα στον χρόνο, γνωρίζοντας τέσσερις εκδοχές».
Γραμμένο το 1831, μέσα από ποια χαρακτηριστικά του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για εσάς, σήμερα;
«Με ενέπνευσε πρώτα απ’ όλα η γλώσσα κι έπειτα ο ερωτισμός του κειμένου. Αργότερα, μαθαίνοντας και το “βιογραφικό” του, όχι μόνο ξεκλειδώθηκαν μέσα μου πολλά δραματουργικά ερωτήματα, αλλά με συγκίνησε και η ματαίωση και ο ακρωτηριασμός που το κείμενο υπέστη στην πορεία του. Ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων, είναι που με οδήγησε στην απόφαση να το δουλέψω. Και, ασφαλώς, οι ηθοποιοί με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ και καθόρισαν τη δραματουργία που έκανα».
Πού εστιάζει η σκηνοθετική σας ματιά; Ποια είναι τα κεντρικά σημεία της θεατρικής σας μεταφοράς;
«Για μένα ήταν από την αρχή σαφές πως σ’ ένα κείμενο που έχει γνωρίσει τόσες διασκευές, δεν μπορούσα παρά να κάνω άλλη μία, εξακολουθώντας το οδοιπορικό του και δίνοντάς του άλλη μια ζωή. Το πρώτο πράγμα που με κινητοποίησε ήταν ο ερωτισμός και η βίαιη ματαίωσή του. Κι αυτό, γιατί δημιουργούσε έναν σκηνικό τόπο για το κείμενο, στον οποίο θα αναγκαζόταν να καταργήσει τον εαυτό του για να τον ξανασυναντήσει. Εστίασα στη γλώσσα (του πρωτότυπου) και στις εντάσεις της, οι οποίες οδήγησαν τη δραματουργία και την πρώτη περίοδο προβών. Η κάθε σκηνή ανεξαρτητοποιήθηκε για να ξαναβρεί τη θέση της στο κείμενο ή αντικαταστάθηκε από ελληνικά ποιήματα που οδηγούν το κείμενο του “Οδοιπόρου” ως το σήμερα και τον Γιώργο Πρεβεδουράκη».
Ποιες σκέψεις, ποια συναισθήματα θεωρείτε πιθανό να εγείρει στο κοινό;
«Δεν ξέρω παρά μόνο με γνώμονα ποια δικιά μου συναισθήματα το σκηνοθέτησα, και άρα το ωραίο θα ήταν τα ίδια να εγείρει η παράσταση και στους θεατές. Αυτά, όμως, δεν ονοματίζονται εκ των προτέρων, γιατί κατά τη γνώμη μου το κοινό δεν πρέπει να καθοδηγείται, ούτε διανοητικά ούτε θυμικά. Όσων οι σκέψεις και τα συναισθήματα συντονιστούν με τα δικά μου, έχει καλώς. Αλλά και όσων οι σκέψεις και τα συναισθήματα διαφέρουν, για μένα έχουν εξίσου αξία. Δεν μπορώ να δώσω οδηγίες χρήσεως στους δυνάμει θεατές της παράστασης -θα χαθεί η σημασία της παρουσίας τους».
«Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά». Πώς προέκυψε ο τίτλος;
«Μ’ αρέσει πολύ η λέξη “πάλι”. Στον Σούτσο από την άλλη αρέσει να αποκαλεί συμβολικά τη ζωή “φόρεμα” και “ένδυμα”. Κι επειδή θελήσαμε να δουλέψουμε στο πρωτότυπο, από το οποίο έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια, και του οποίου δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται μια νέα ζωή ο Σούτσος. Έτσι καταλήξαμε σε αυτές τις τέσσερις λέξεις, με αυτή τη σειρά, σε αυτόν τον χρόνο και σε αυτές τις πτώσεις. Πρόκειται για μια φράση, που όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε εμείς, έχει μια συνέχεια, εξακολουθεί. Οδοιπορεί, δηλαδή, κατά μια έννοια».
Ένα σχόλιό σας για το σύγχρονο ελληνικό τοπίο;
«Η λέξη “σχόλιο” και η φράση “σύγχρονο ελληνικό τοπίο” δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση. Παρά μόνο ίσως στην εξής: “το σύγχρονο ελληνικό τοπίο είναι το ίδιο ένα σχόλιο”. Κυριολεκτικά και μεταφορικά· το σύγχρονο ελληνικό τοπίο είναι το ίδιο μια σύντομη άποψη, μια μη ολοκληρωμένη γνώμη, μια παρατήρηση του πραγματικού συμβάντος και όχι το συμβάν, μια (υπο)σημείωση που επιχειρεί να ερμηνεύσει παρελθοντικές εκφάνσεις του. Ο Νίκος Καρούζος σε ένα σχόλιό του που δημοσιεύτηκε συμπτωματικά πριν 38 χρόνια ακριβώς, γράφει: “από τότε που έγινε “ανεξάρτητο” κράτος, η Ελλάδα ζει με πανικούς. Πότε υπερισχύει ο πολιτικός πανικός (κάποια δικτατορία που θα εφορμήσει για να τα κάνει όλα λίμπα), πότε ο οικονομικός πανικός (μια κατάρρευση της οικονομίας που θα μας εκμηδενίσει), πότε όλα τα κακά μαζί. Τέτοια υπήρξε ως σήμερα η ιστορία της “ανεξάρτητης” Ελλάδας”. Αυτό το “όλα τα κακά μαζί” του Καρούζου, ίσως κάπως να συγκερνάει την εικόνα του σύγχρονου ελληνικού τοπίου».
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία, δραματουργία, σχεδιασμός φωτισμών: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα, μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου. Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Δημήτρης Δρόσος, Μαρία Μαμούρη, Θεοδοσία Σαββάκη.
Βοηθός σκηνοθέτης: Ισαβέλλα Μαργάρα, καλλιτεχνικός σύμβουλος: Αθανάσιος Μυλωνόπουλος, φωτογραφίες: Γιώργος Βαλσαμής, βίντεο: Βασίλης Κεκάτος, μακιγιάζ: Μαρία Παπαδοπούλου, υπεύθυνος επικοινωνίας: Άρης Άσπρούλης. Συμπαραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου «Θέρος», Lead-In Arts. Στο κείμενο της παράστασης περιέχεται κείμενο του Γιώργου Πρεβεδουράκη. Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7 – Ψυρρή