Στην τελευταία συνεδρίασή της, πριν από μία εβδομάδα, η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ σκιαγράφησε μια εικόνα της αμερικανικής οικονομίας που παραήταν ωραία για να είναι αληθινή. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Fed, η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με δυναμικούς ρυθμούς -3,1% φέτος και 2,5% το 2019-, ενώ ο πληθωρισμός θα κινηθεί λίγο πάνω από τον στόχο 2%, επιτρέποντας στον Τζερόμ Πάουελ να συνεχίζει να αυξάνει το κόστος δανεισμού, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Στην τελευταία συνεδρίασή της, πριν από μία εβδομάδα, η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ σκιαγράφησε μια εικόνα της αμερικανικής οικονομίας που παραήταν ωραία για να είναι αληθινή. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Fed, η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με δυναμικούς ρυθμούς -3,1% φέτος και 2,5% το 2019-, ενώ ο πληθωρισμός θα κινηθεί λίγο πάνω από τον στόχο 2%, επιτρέποντας στον Τζερόμ Πάουελ να συνεχίζει να αυξάνει το κόστος δανεισμού.
Η Fed, έχοντας ήδη αυξήσει οκτώ φορές τα επιτόκια στον κύκλο αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής που εγκαινίασε τον Δεκέμβριο του 2015, επιχειρεί κάτι που η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα έχει καταφέρει μόνο μία φορά στα 104 χρόνια από την ίδρυσή της: την ομαλή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας με σταδιακές κινήσεις, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπερθέρμανσης, αλλά και ταυτόχρονα ο κίνδυνος απότομης προσγείωσης ή ύφεσης.
Μόνο που στην παραπάνω εξίσωση, η Fed δεν υπολόγισε ακόμη έναν παράγοντα: την ίδια και τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες που κλείνουν τις στρόφιγγες ρευστότητας και στρέφονται προς την κατεύθυνση της νομισματικής σύσφιγξης. Και οι συνέπειες από τις κινήσεις των κεντρικών τραπεζών δεν περιορίζονται εντός συνόρων. Μία πενταετία μετά το «taper tantrum effect» του 2013, με μαζικές εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες, οι διεθνείς αγορές χορεύουν και πάλι στους ρυθμούς των κεντρικών τραπεζών, προεξάρχουσας της Fed. Tο τέλος εποχής του φθηνού χρήματος οδήγησε την απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου σε υψηλά επταετίας, μια τάση που γρήγορα εξαπλώθηκε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, επηρεάζοντας και τα ευρωπαϊκά ομόλογα.
Δέκα χρόνια μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, που άρχισε από μια μικρή και υποτιμημένη «γωνιά» του χρηματοπιστωτικού τομέα, δόθηκε έμφαση στην αλόγιστη ανάληψη ρίσκου, στην υπερβολική μόχλευση και στις ανισορροπίες των αγορών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να αγνοεί την πιθανότητα η επόμενη ύφεση να προέλθει από τον πληθωρισμό ή από κάποια άλλη αιτία που δεν κατάφεραν να προβλέψουν οι οικονομολόγοι. Τα στατιστικά μοντέλα και οι αναλύσεις βασίζονται σε δεδομένα και αριθμούς. Από αυτή την εξίσωση λείπει ο ανθρώπινος παράγοντας, η ψυχολογία των επενδυτών, που μερικές φορές αντιδρούν απρόβλεπτα, αλλά και το πολιτικό ρίσκο, που διαχέεται ολοένα και περισσότερο.
Σε μια τέτοια κρίση, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ελάχιστα εργαλεία στη διάθεσή τους για να κρατήσουν όρθιο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα. Διότι, άθελά τους, ευθύνονται οι ίδιες για τις παθογένειες του συστήματος.